ἐγγηράσκω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγγηράσκω''': μέλλ. -άσομαι ᾱ, ἴδε κατωτ.· - [[γηράσκω]] ἔν τινι, τινι Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἐγγηράσκειν βασιλείαις Πολύβ. 6. 7, 4, κτλ. 2) ἀπολ., [[γηράσκω]], μαραίνομαι, [[ἐκλείπω]], τὴν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι Θουκ. 6. 18.
|lstext='''ἐγγηράσκω''': μέλλ. -άσομαι ᾱ, ἴδε κατωτ.· - [[γηράσκω]] ἔν τινι, τινι Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἐγγηράσκειν βασιλείαις Πολύβ. 6. 7, 4, κτλ. 2) ἀπολ., [[γηράσκω]], μαραίνομαι, [[ἐκλείπω]], τὴν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι Θουκ. 6. 18.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> vieillir dans, τινι;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> vieillir, s’émousser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[γηράσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγγηράσκω Medium diacritics: ἐγγηράσκω Low diacritics: εγγηράσκω Capitals: ΕΓΓΗΡΑΣΚΩ
Transliteration A: engēráskō Transliteration B: engēraskō Transliteration C: eggirasko Beta Code: e)gghra/skw

English (LSJ)

Lib.Or.61.9 (ἐγγηρ-άω Anon. in EN237.2), fut. -άσομαι [ᾱ] (v. infr.):—

   A grow old with or in, μεγέθει σώματος Hp.Aph. 2.54; ταῖς βασιλείαις Plb.6.7.4, cf. D.S.11.23, Plu.Tim.15.    2 abs., grow old in one, decay, τὴν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι Th.6.18; πρὶν ἐγγηρᾶσαι τὴν ἀκμὴν τῆς ἐλπίδος Plu.Nic.14.

German (Pape)

[Seite 700] (s. γηράσκω), in, bei Etwas alt werden; τὴν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι Thuc. 6, 18; bes. Sp.; πρὶν ἐγγηρᾶσαι αὐτῷ τὴν ἀκμὴν τῆς ἐλπίδος Plut. Nic. 14; τοῖς τυραννείοις ἐγγηράσας Timol. 15, wie τῇ δυναστείᾳ Pol. 12, 15, 7; ἐγγηρᾶναι erwähnt Poll. 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγηράσκω: μέλλ. -άσομαι ᾱ, ἴδε κατωτ.· - γηράσκω ἔν τινι, τινι Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἐγγηράσκειν βασιλείαις Πολύβ. 6. 7, 4, κτλ. 2) ἀπολ., γηράσκω, μαραίνομαι, ἐκλείπω, τὴν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι Θουκ. 6. 18.

French (Bailly abrégé)

1 vieillir dans, τινι;
2 abs. vieillir, s’émousser.
Étymologie: ἐν, γηράσκω.