ὀνεία: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνεία''': (ἐξυπ. [[δορά]]), ἡ, δέρμα ὄνου, θηλ τοῦ [[ὄνειος]], Βάβρ. 7. 13.
|lstext='''ὀνεία''': (ἐξυπ. [[δορά]]), ἡ, δέρμα ὄνου, θηλ τοῦ [[ὄνειος]], Βάβρ. 7. 13.
}}
{{bailly
|btext=v. [[ὄνειος]]¹.
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 345] ἡ, sc. δορά, Eselshaut, Eselsfell, Babr. bei Suid. S. ὄνειος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνεία: (ἐξυπ. δορά), ἡ, δέρμα ὄνου, θηλ τοῦ ὄνειος, Βάβρ. 7. 13.

French (Bailly abrégé)

v. ὄνειος¹.