κράσπεδον: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κράσπεδον''': τό, ἡ [[ἄκρα]], τὸ περιθώριον, τὸ ἀκρότατον [[μέρος]] πράγματός τινος, ἰδίως ὑφάσματος ἢ ἐνδύματος, Θεόκρ. 2. 53, Χαμαιλέων παρ’ Ἀθην. 374Α, πρβλ. 159D· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις (ἴδε ἐν λέξ. [[ἄκρος]]) Εὐρ. Μήδ. 524· κράσπεδα στεμμάτων Ἀριστοφ. Σφ. 475· ― μεταφορ., [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., τὰ ὅρια χώρας τινός, Σοφ. Ἀποσπ. 536, Εὐρ. Ἀποσπ. 382· ἐπὶ ὄρους, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 8· πρὸς κρασπέδοισι στρατοπέδου, κατὰ τὰ [[ἄκρα]] τοῦ στρατοπέδου, Εὐρ. Ἱκέτ. 661· τοὺς πελταστὰς ἐπὶ τὰ κρ. [[ἑκατέρωθεν]] καθίστασθαι Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 16.
|lstext='''κράσπεδον''': τό, ἡ [[ἄκρα]], τὸ περιθώριον, τὸ ἀκρότατον [[μέρος]] πράγματός τινος, ἰδίως ὑφάσματος ἢ ἐνδύματος, Θεόκρ. 2. 53, Χαμαιλέων παρ’ Ἀθην. 374Α, πρβλ. 159D· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις (ἴδε ἐν λέξ. [[ἄκρος]]) Εὐρ. Μήδ. 524· κράσπεδα στεμμάτων Ἀριστοφ. Σφ. 475· ― μεταφορ., [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., τὰ ὅρια χώρας τινός, Σοφ. Ἀποσπ. 536, Εὐρ. Ἀποσπ. 382· ἐπὶ ὄρους, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 8· πρὸς κρασπέδοισι στρατοπέδου, κατὰ τὰ [[ἄκρα]] τοῦ στρατοπέδου, Εὐρ. Ἱκέτ. 661· τοὺς πελταστὰς ἐπὶ τὰ κρ. [[ἑκατέρωθεν]] καθίστασθαι Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 16.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> bordure, frange d’un vêtement, <i>particul.</i> frange inférieure;<br /><b>2</b> crête d’une montagne;<br /><b>3</b> aile d’une armée.<br />'''Étymologie:''' [[κράς]], [[πέδον]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράσπεδον Medium diacritics: κράσπεδον Low diacritics: κράσπεδον Capitals: ΚΡΑΣΠΕΔΟΝ
Transliteration A: kráspedon Transliteration B: kraspedon Transliteration C: kraspedon Beta Code: kra/spedon

English (LSJ)

τό,

   A edge, border, skirt, esp. of cloth, Theoc.2.53; of the fringe or tassel worn by Jews, Ev.Matt.9.20: mostly in pl., ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις (v. ἄκρος 1.2b) E.Med.524; κράσπεδα στεμμάτων Ar. V.475, cf. Diph.43.30; χρυσᾶ κ. Chamael. ap. Ath.9.374a, Chrysipp.Stoic.3.36, 37.    2 metaph., mostly in pl., skirts or edge of a country, S.Fr.602, E.Fr.381; of a mountain, X.HG4.6.8; πρὸς κρασπέδοισι στρατοπέδου on the skirts of the army, E.Supp.661; τοὺς πελταστὰς ἐπὶ τὰ κ. ἑκατέρωθεν καθίστασθαι X.HG3.2.16: also in sg., Τιμολέοντα ὥσπερ ἐκ κ. τινὸς λεπτοῦ τῆς πολίχνης τῇ Σικελίᾳ προσηρτημένον Plu. Tim.11; κ. αἰγιαλοῦ AP7.78 (Dionys. Cyzic.).    3 Medic., affection of the uvula, fimbria, Aret.SA1.8.

Greek (Liddell-Scott)

κράσπεδον: τό, ἡ ἄκρα, τὸ περιθώριον, τὸ ἀκρότατον μέρος πράγματός τινος, ἰδίως ὑφάσματος ἢ ἐνδύματος, Θεόκρ. 2. 53, Χαμαιλέων παρ’ Ἀθην. 374Α, πρβλ. 159D· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις (ἴδε ἐν λέξ. ἄκρος) Εὐρ. Μήδ. 524· κράσπεδα στεμμάτων Ἀριστοφ. Σφ. 475· ― μεταφορ., ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., τὰ ὅρια χώρας τινός, Σοφ. Ἀποσπ. 536, Εὐρ. Ἀποσπ. 382· ἐπὶ ὄρους, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 8· πρὸς κρασπέδοισι στρατοπέδου, κατὰ τὰ ἄκρα τοῦ στρατοπέδου, Εὐρ. Ἱκέτ. 661· τοὺς πελταστὰς ἐπὶ τὰ κρ. ἑκατέρωθεν καθίστασθαι Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 16.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 bordure, frange d’un vêtement, particul. frange inférieure;
2 crête d’une montagne;
3 aile d’une armée.
Étymologie: κράς, πέδον.