ἀκαχείατο: Difference between revisions

From LSJ
(6_4)
 
(Bailly1_1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκαχείατο''': ἀκάχημαι, ἀκαχήμεθα, ἀκαχήμενος, (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 170, 177)· ἀκαχήσω, ἀκάχησο, ἴδε ἐν λ. [[ἀχέω]].
|lstext='''ἀκαχείατο''': ἀκάχημαι, ἀκαχήμεθα, ἀκαχήμενος, (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 170, 177)· ἀκαχήσω, ἀκάχησο, ἴδε ἐν λ. [[ἀχέω]].
}}
{{bailly
|btext=v. *[[ἄχω]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαχείατο: ἀκάχημαι, ἀκαχήμεθα, ἀκαχήμενος, (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 170, 177)· ἀκαχήσω, ἀκάχησο, ἴδε ἐν λ. ἀχέω.

French (Bailly abrégé)

v. *ἄχω.