ἀκαχείατο

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

French (Bailly abrégé)

v. *ἄχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰχείατο: или ἀκαχήατο эп. 3 л. pl. ppf. med. к ἀκαχίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαχείατο: ἀκάχημαι, ἀκαχήμεθα, ἀκαχήμενος, (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 170, 177)· ἀκαχήσω, ἀκάχησο, ἴδε ἐν λ. ἀχέω.

English (Autenrieth)

see ἀκαχίζω.