κομβόω: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κομβόω''': «κουμπώνω», Γλωσσ.· κ. τὸ [[σῶμα]] Ἐκκλ. ― Μέσ. «κουμπώνομαι». ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κουμβώσασθαι· στολίσασθαι»· πρβλ. ἐγκομβύομαι. ΙΙ. [[παγιδεύω]], ἐξαπατῶ, Ἐκκλ.
|lstext='''κομβόω''': «κουμπώνω», Γλωσσ.· κ. τὸ [[σῶμα]] Ἐκκλ. ― Μέσ. «κουμπώνομαι». ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κουμβώσασθαι· στολίσασθαι»· πρβλ. ἐγκομβύομαι. ΙΙ. [[παγιδεύω]], ἐξαπατῶ, Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=nouer.<br />'''Étymologie:''' [[κόμβος]].
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομβόω Medium diacritics: κομβόω Low diacritics: κομβόω Capitals: ΚΟΜΒΟΩ
Transliteration A: kombóō Transliteration B: komboō Transliteration C: komvoo Beta Code: kombo/w

English (LSJ)

   A bind up, fasten, Gloss.:—Med., gird oneself, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κομβόω: «κουμπώνω», Γλωσσ.· κ. τὸ σῶμα Ἐκκλ. ― Μέσ. «κουμπώνομαι». ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κουμβώσασθαι· στολίσασθαι»· πρβλ. ἐγκομβύομαι. ΙΙ. παγιδεύω, ἐξαπατῶ, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

nouer.
Étymologie: κόμβος.