λύγδος: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λύγδος''': ἡ, λευκὸν [[μάρμαρον]], λύγδου λειότερον Ἀνθ. Π. 5. 28· οἷά τε λύγδου γλυπτὴν [[αὐτόθι]] 194· ἡ Παρία [[λύγδος]] Διόδ. 2. 52. (Ἴσως ἐκ √ΛΥΚ, [[λύκη]], ὡς ἐκ τῆς λαμπρᾶς [[αὐτοῦ]] λευκότητος, ἴδε Κούρτ. 523). | |lstext='''λύγδος''': ἡ, λευκὸν [[μάρμαρον]], λύγδου λειότερον Ἀνθ. Π. 5. 28· οἷά τε λύγδου γλυπτὴν [[αὐτόθι]] 194· ἡ Παρία [[λύγδος]] Διόδ. 2. 52. (Ἴσως ἐκ √ΛΥΚ, [[λύκη]], ὡς ἐκ τῆς λαμπρᾶς [[αὐτοῦ]] λευκότητος, ἴδε Κούρτ. 523). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br />marbre blanc.<br />'''Étymologie:''' R. Λυκ, briller. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A white marble, Peripl.M.Rubr.24; λύγδου λειότερον AP5.27 (Rufin.); οἷά τε λύγδου γλυπτήν ib.193 (Posidipp. or Asclep.); ἡ Παρία λ. D.S.2.52, cf. Mart.6.13,42.
German (Pape)
[Seite 67] ὁ (λυκ), weißer Marmor, ein blendend weißer Stein, auch fem., ἡ Παρία λύγδος, parischer Marmor, D. Sic. 2, 52; λύγδου λειότερον Rutin. 38 (V, 28), u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λύγδος: ἡ, λευκὸν μάρμαρον, λύγδου λειότερον Ἀνθ. Π. 5. 28· οἷά τε λύγδου γλυπτὴν αὐτόθι 194· ἡ Παρία λύγδος Διόδ. 2. 52. (Ἴσως ἐκ √ΛΥΚ, λύκη, ὡς ἐκ τῆς λαμπρᾶς αὐτοῦ λευκότητος, ἴδε Κούρτ. 523).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
marbre blanc.
Étymologie: R. Λυκ, briller.