ἐκποτάομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκποτάομαι''': Ἰων. -έομαι, = [[ἐκπέτομαι]], ἀποθ., ἐπὶ νιφάδων χιόνος, Διὸς ἐκποτέονται Ἰλ. Τ. 357· ἐπὶ φαντάσματος, φοιτάσεις πεδ’ ἀμαύρων νεκύων ἐκπεποταμένα [[Σαπφώ]] 68 19· μεταφ., πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι; ποῦ ἐπέταξεν ὁ [[νοῦς]] σου; Λατ. quae te dementia cepit? Θεόκ. 11. 72, πρβλ. 2. 19. | |lstext='''ἐκποτάομαι''': Ἰων. -έομαι, = [[ἐκπέτομαι]], ἀποθ., ἐπὶ νιφάδων χιόνος, Διὸς ἐκποτέονται Ἰλ. Τ. 357· ἐπὶ φαντάσματος, φοιτάσεις πεδ’ ἀμαύρων νεκύων ἐκπεποταμένα [[Σαπφώ]] 68 19· μεταφ., πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι; ποῦ ἐπέταξεν ὁ [[νοῦς]] σου; Λατ. quae te dementia cepit? Θεόκ. 11. 72, πρβλ. 2. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br />tomber en volant <i>en parl. de flocons de neige</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[ποτάομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. ἐκποτ-έομαι,=ἐκπέτομαι,
A fly out or forth, of snowflakes, Διὸς ἐκποτέονται Il.19.357 ; of a ghost, πεδ' ἀμαύρων νεκύων ἐκπεποτᾱμένα Sapph.68.4: metaph., πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι ; Theoc.11.72,2.19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκποτάομαι: Ἰων. -έομαι, = ἐκπέτομαι, ἀποθ., ἐπὶ νιφάδων χιόνος, Διὸς ἐκποτέονται Ἰλ. Τ. 357· ἐπὶ φαντάσματος, φοιτάσεις πεδ’ ἀμαύρων νεκύων ἐκπεποταμένα Σαπφώ 68 19· μεταφ., πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι; ποῦ ἐπέταξεν ὁ νοῦς σου; Λατ. quae te dementia cepit? Θεόκ. 11. 72, πρβλ. 2. 19.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
tomber en volant en parl. de flocons de neige.
Étymologie: ἐκ, ποτάομαι.