κωνίον: Difference between revisions
From LSJ
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωνίον''': ἢ κώνιον, τό, ὑποκορ. τοῦ [[κῶνος]], μικρὸς [[κῶνος]], κωνία μαστῶν Ἀνθ. Π. 5. 13. ΙΙ. μικρὸς [[κῶνος]] πίτυος, «κουκουνάρα», Ποσειδ. παρ’ Ἀθην. 649D. | |lstext='''κωνίον''': ἢ κώνιον, τό, ὑποκορ. τοῦ [[κῶνος]], μικρὸς [[κῶνος]], κωνία μαστῶν Ἀνθ. Π. 5. 13. ΙΙ. μικρὸς [[κῶνος]] πίτυος, «κουκουνάρα», Ποσειδ. παρ’ Ἀθην. 649D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petit cône;<br /><b>2</b> fruit du pistachier, pistache.<br />'''Étymologie:''' [[κῶνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
or κώνιον, τό, Dim. of κῶνος,
A small cone, κωνία μαστῶν AP5.12 (Phld.). II small pine-cone, Posidon.3 J.
German (Pape)
[Seite 1546] τό, dim. von κῶνος, κώνιον ist falscher Accent, Kegelchen; τὰ λύγδινα κωνία μαστῶν Philodem. 18 (V, 13); – vom Fichtenzapfen, Posidon. bei Ath. XIV, 649 d.
Greek (Liddell-Scott)
κωνίον: ἢ κώνιον, τό, ὑποκορ. τοῦ κῶνος, μικρὸς κῶνος, κωνία μαστῶν Ἀνθ. Π. 5. 13. ΙΙ. μικρὸς κῶνος πίτυος, «κουκουνάρα», Ποσειδ. παρ’ Ἀθην. 649D.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petit cône;
2 fruit du pistachier, pistache.
Étymologie: κῶνος.