θηρατικός: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηρᾱτικός''': -ή, -όν, = [[θηρευτικός]], ἔργα Αἰλ. π.Ζ. 14.5· θ. σημεῖα, ἐπὶ τῶν ἰχνῶν τὰ ὁποῖα ἀφίνουσι τὰ ζῷα, Πλούτ. 2. 593Β. 2) [[ἐπιτήδειος]] εἰς θήραν, [[ἁρμόδιος]], τὰ θ. τῶν φίλων, τὰ τεχνάσματα δι’ ὧν ἀγρεύει τοὺς φίλους, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 33. 3) [[ἔμπειρος]] εἰς θήραν, Πλούτ. 2. 960Α, 965Β.
|lstext='''θηρᾱτικός''': -ή, -όν, = [[θηρευτικός]], ἔργα Αἰλ. π.Ζ. 14.5· θ. σημεῖα, ἐπὶ τῶν ἰχνῶν τὰ ὁποῖα ἀφίνουσι τὰ ζῷα, Πλούτ. 2. 593Β. 2) [[ἐπιτήδειος]] εἰς θήραν, [[ἁρμόδιος]], τὰ θ. τῶν φίλων, τὰ τεχνάσματα δι’ ὧν ἀγρεύει τοὺς φίλους, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 33. 3) [[ἔμπειρος]] εἰς θήραν, Πλούτ. 2. 960Α, 965Β.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne la chasse ; τὰ θηρατικὰ [[τῶν]] φίλων XÉN l’art de gagner des amis;<br /><b>2</b> qui aime la chasse.<br />'''Étymologie:''' [[θηρατός]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρᾱτικός Medium diacritics: θηρατικός Low diacritics: θηρατικός Capitals: ΘΗΡΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thēratikós Transliteration B: thēratikos Transliteration C: thiratikos Beta Code: qhratiko/s

English (LSJ)

ή, όν,=

   A θηρεντικός, σκύλακες Ph.1.628 (s.v.l.), cf. Gal.Protr.6; ἔργα Ael.NA14.5; θ. σημεῖα signals given by the hunter, Plu.2.593b; θ. φόρος tax for game-licence, dub. in PSI3.222 (iii A.D.).    2 fit for winning, τὰ θ. τῶν φίλων the arts for winning friends, X.Mem.2.6.33.    3 fond of hunting, Plu.2.0a, 965b.

German (Pape)

[Seite 1209] zur Jagd gehörig, Plut. u. A.; τὰ θηρατικὰ τῶν φίλων, Künste, Freunde zu gewinnen, Xen. Mem. 2, 6, 33; – jagdlustig, Plut. sol. an. 2.

Greek (Liddell-Scott)

θηρᾱτικός: -ή, -όν, = θηρευτικός, ἔργα Αἰλ. π.Ζ. 14.5· θ. σημεῖα, ἐπὶ τῶν ἰχνῶν τὰ ὁποῖα ἀφίνουσι τὰ ζῷα, Πλούτ. 2. 593Β. 2) ἐπιτήδειος εἰς θήραν, ἁρμόδιος, τὰ θ. τῶν φίλων, τὰ τεχνάσματα δι’ ὧν ἀγρεύει τοὺς φίλους, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 33. 3) ἔμπειρος εἰς θήραν, Πλούτ. 2. 960Α, 965Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne la chasse ; τὰ θηρατικὰ τῶν φίλων XÉN l’art de gagner des amis;
2 qui aime la chasse.
Étymologie: θηρατός.