στυγνόω: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στυγνόω''': καθιστῶ τινα στυγνόν, κατηφῆ, περίλυπον, ἐν τῷ παθ.: κλαίοντι καὶ ἐστυγνωμένῳ, κατηφεῖ, περιλύπῳ, Ἀνθ. Π. 9. 573.
|lstext='''στυγνόω''': καθιστῶ τινα στυγνόν, κατηφῆ, περίλυπον, ἐν τῷ παθ.: κλαίοντι καὶ ἐστυγνωμένῳ, κατηφεῖ, περιλύπῳ, Ἀνθ. Π. 9. 573.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />attrister.<br />'''Étymologie:''' [[στυγνός]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυγνόω Medium diacritics: στυγνόω Low diacritics: στυγνόω Capitals: ΣΤΥΓΝΟΩ
Transliteration A: stygnóō Transliteration B: stygnoō Transliteration C: stygnoo Beta Code: stugno/w

English (LSJ)

v. sq. (dub. sens.):—Pass.,

   A to be gloomy, κλαίοντι καὶ ἐστυγνωμένῳ ὄμμα AP9.573 (Ammian.).

German (Pape)

[Seite 958] betrübt od. traurig machen, u. pass. betrübt, traurig werden, sein, κλαίοντι καὶ ἐστυγνωμένῳ, Ammian. 25 (IX. 573).

Greek (Liddell-Scott)

στυγνόω: καθιστῶ τινα στυγνόν, κατηφῆ, περίλυπον, ἐν τῷ παθ.: κλαίοντι καὶ ἐστυγνωμένῳ, κατηφεῖ, περιλύπῳ, Ἀνθ. Π. 9. 573.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
attrister.
Étymologie: στυγνός.