ἀποπροαιρέω: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποπροαιρέω''': ἀφαιρῶ [[μέρος]] ἀπό τινος, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν [[δόμεναι]], ἀποπροτεμών, ἀποκόψας [[μέρος]] τοῦ ἄρτου νά μοι δώσῃς, Ὀδ. Ρ. 457. | |lstext='''ἀποπροαιρέω''': ἀφαιρῶ [[μέρος]] ἀπό τινος, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν [[δόμεναι]], ἀποπροτεμών, ἀποκόψας [[μέρος]] τοῦ ἄρτου νά μοι δώσῃς, Ὀδ. Ρ. 457. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>part. ao.2</i> [[ἀποπροελών]];<br />prélever une part de, gén. : ἀπ. σίτου OD prendre un morceau de pain.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[προαιρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
A take away from, σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι having taken some of the bread to give it away, Od.17.457.
German (Pape)
[Seite 320] (s. αἱρέω), davon wegnehmen, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι Od. 17, 457.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπροαιρέω: ἀφαιρῶ μέρος ἀπό τινος, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι, ἀποπροτεμών, ἀποκόψας μέρος τοῦ ἄρτου νά μοι δώσῃς, Ὀδ. Ρ. 457.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. ao.2 ἀποπροελών;
prélever une part de, gén. : ἀπ. σίτου OD prendre un morceau de pain.
Étymologie: ἀπό, προαιρέω.