σπιλόω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπῐλόω''': κηλιδώνω, [[μολύνω]], [[μιαίνω]], [[ῥυπαίνω]], «λερώνω», Διον. Ἁλ. 9, 6, Ἐπιστ. Ἰακώβ. γ΄, 6, Κλήμ. Ἀλ. 295· -Παθ., μετοχ. πρκμ. ἐσπιλωμένος Λουκ. Ἔρωτ. 15, Ἐπιστ. Ἰουδ. κγ΄, πρβλ. ψειλιόω.
|lstext='''σπῐλόω''': κηλιδώνω, [[μολύνω]], [[μιαίνω]], [[ῥυπαίνω]], «λερώνω», Διον. Ἁλ. 9, 6, Ἐπιστ. Ἰακώβ. γ΄, 6, Κλήμ. Ἀλ. 295· -Παθ., μετοχ. πρκμ. ἐσπιλωμένος Λουκ. Ἔρωτ. 15, Ἐπιστ. Ἰουδ. κγ΄, πρβλ. ψειλιόω.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tacher, souiller.<br />'''Étymologie:''' [[σπίλος]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῐλόω Medium diacritics: σπιλόω Low diacritics: σπιλόω Capitals: ΣΠΙΛΟΩ
Transliteration A: spilóō Transliteration B: spiloō Transliteration C: spiloo Beta Code: spilo/w

English (LSJ)

   A stain, soil, D.H.9.6, Ep.Jac.3.6; mark, λευκαῖς (with leucodermia) Cat.Cod.Astr.8(4).174:—Pass., εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι, of a painting, LXX Wi.15.4: pf. part. ἐσπιλωμένος soiled, Ep. Jud. 23, cf. Luc.Am.15: simply, to be marked, Hld.10.15.

German (Pape)

[Seite 921] beflecken, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

σπῐλόω: κηλιδώνω, μολύνω, μιαίνω, ῥυπαίνω, «λερώνω», Διον. Ἁλ. 9, 6, Ἐπιστ. Ἰακώβ. γ΄, 6, Κλήμ. Ἀλ. 295· -Παθ., μετοχ. πρκμ. ἐσπιλωμένος Λουκ. Ἔρωτ. 15, Ἐπιστ. Ἰουδ. κγ΄, πρβλ. ψειλιόω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tacher, souiller.
Étymologie: σπίλος.