ἐκμελετάω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκμελετάω''': μέλλ. –ήσω, ἀσκῶ ἢ [[διδάσκω]] τινὰ ἐπιμελῶς, [[μετὰ]] αἰτ., ἵνα ὅ τι μάλιστά με ἐκμελετήσῃς Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 287Α. 2) ἐντελῶς [[μανθάνω]], ἐξασκοῦμαι, Λατ. meditari, Ἀντιφῶν 121. 41, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286D· τὴν εἰς τὸ [[θεῖον]] ἐκμ. Βλασφημίαν Μένανδ. ἐν Ἀδηλ. 169.
|lstext='''ἐκμελετάω''': μέλλ. –ήσω, ἀσκῶ ἢ [[διδάσκω]] τινὰ ἐπιμελῶς, [[μετὰ]] αἰτ., ἵνα ὅ τι μάλιστά με ἐκμελετήσῃς Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 287Α. 2) ἐντελῶς [[μανθάνω]], ἐξασκοῦμαι, Λατ. meditari, Ἀντιφῶν 121. 41, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286D· τὴν εἰς τὸ [[θεῖον]] ἐκμ. Βλασφημίαν Μένανδ. ἐν Ἀδηλ. 169.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />donner tout son soin à, appliquer son esprit à, s’exercer à, inf..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[μελετάω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμελετάω Medium diacritics: ἐκμελετάω Low diacritics: εκμελετάω Capitals: ΕΚΜΕΛΕΤΑΩ
Transliteration A: ekmeletáō Transliteration B: ekmeletaō Transliteration C: ekmeletao Beta Code: e)kmeleta/w

English (LSJ)

   A train or teach carefully, τινά Pl.Hp.Ma.287a.    2 learn perfectly, con over, practise, Antipho 3.2.7, Pl.Hp.Ma.286d; τὴν εἰς τὸ θεῖον ἐ. βλασφημίαν Men.715.

German (Pape)

[Seite 769] sehr sorgfältig üben; τινά, gründlich unterrichten, Plat. Hipp. mai. 287 a; eine Kunst oder Wissenschaft gründlich lernen; neben μανθάνω 286 d, vgl. Antiph. III β 7; Sp., wie Plut. Galb. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμελετάω: μέλλ. –ήσω, ἀσκῶ ἢ διδάσκω τινὰ ἐπιμελῶς, μετὰ αἰτ., ἵνα ὅ τι μάλιστά με ἐκμελετήσῃς Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 287Α. 2) ἐντελῶς μανθάνω, ἐξασκοῦμαι, Λατ. meditari, Ἀντιφῶν 121. 41, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286D· τὴν εἰς τὸ θεῖον ἐκμ. Βλασφημίαν Μένανδ. ἐν Ἀδηλ. 169.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
donner tout son soin à, appliquer son esprit à, s’exercer à, inf..
Étymologie: ἐκ, μελετάω.