ἀποβρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβρίζω''': μέλλ. -ξω, ἀποκοιμῶμαι, βυθίζομαι εἰς βαθὺν [[ὕπνον]], [[ἔνθα]] δ’ ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν Ὀδ. Ι. 151, Μ. 7, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 21· [[ὕπνον]] ἀπ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 17· καθ’ Ἡσύχ. «ἀποβρίξαντες· [[μετὰ]] βορὰν ἀπονυστάξαντες».
|lstext='''ἀποβρίζω''': μέλλ. -ξω, ἀποκοιμῶμαι, βυθίζομαι εἰς βαθὺν [[ὕπνον]], [[ἔνθα]] δ’ ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν Ὀδ. Ι. 151, Μ. 7, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 21· [[ὕπνον]] ἀπ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 17· καθ’ Ἡσύχ. «ἀποβρίξαντες· [[μετὰ]] βορὰν ἀπονυστάξαντες».
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ἀπέβριξα]];<br />s’endormir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βρίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβρίζω Medium diacritics: ἀποβρίζω Low diacritics: αποβρίζω Capitals: ΑΠΟΒΡΙΖΩ
Transliteration A: apobrízō Transliteration B: apobrizō Transliteration C: apovrizo Beta Code: a)pobri/zw

English (LSJ)

   A go off to sleep, go sound asleep, Od.9.151: aor. imper. ἀπόβριξον Theoc.Ep.19; ὕπνον ἀ. Call.Epigr. 18; βαιὸν ἀποβρίξαντες Q.S.5.661.

German (Pape)

[Seite 298] (s. βρίζω), ausschlafen, Od. 9, 151. 12, 7; sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 512; ὕπνον Callim. 56 (VII, 456).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβρίζω: μέλλ. -ξω, ἀποκοιμῶμαι, βυθίζομαι εἰς βαθὺν ὕπνον, ἔνθα δ’ ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν Ὀδ. Ι. 151, Μ. 7, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 21· ὕπνον ἀπ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 17· καθ’ Ἡσύχ. «ἀποβρίξαντες· μετὰ βορὰν ἀπονυστάξαντες».

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπέβριξα;
s’endormir.
Étymologie: ἀπό, βρίζω.