καιετάεις: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καιετάεις''': καιέτας, καιετός, ἴδε ἐν λ. [[καιάδας]]. | |lstext='''καιετάεις''': καιέτας, καιετός, ἴδε ἐν λ. [[καιάδας]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άεσσα, άεν;<br />aux vallées profondes.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καιάδας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
καιέτας, καιετός, v. sub καιάδας.
German (Pape)
[Seite 1294] εσσα, εν (vgl. καιάδας, καίατα), reich an Erdschlünden; so las Zenodot. für κητώεσσα (w. m. s.), vgl. Buttm. Lexil. II p. 95. Bei Callim. frg. 224 Beiw. des Eurotas, durch καλαμινθώδης erkl.
Greek (Liddell-Scott)
καιετάεις: καιέτας, καιετός, ἴδε ἐν λ. καιάδας.
French (Bailly abrégé)
άεσσα, άεν;
aux vallées profondes.
Étymologie: cf. καιάδας.