ἐμφιλοχωρέω: Difference between revisions
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμφιλοχωρέω''': ἀγαπῶ νὰ [[ἐνδιατρίβω]] εἴς τι, τῇ μνήμῃ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1, πρβλ. Ἀλκίφρονα 3. 15, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 7, 2· ἀπόλ., Ἀθήν. 264Β. | |lstext='''ἐμφιλοχωρέω''': ἀγαπῶ νὰ [[ἐνδιατρίβω]] εἴς τι, τῇ μνήμῃ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1, πρβλ. Ἀλκίφρονα 3. 15, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 7, 2· ἀπόλ., Ἀθήν. 264Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />séjourner volontiers dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[φιλοχωρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be fond of dwelling in, haunt, τῇ μνήμῃ Luc.Hist.Conscr.1; τοῖς ἀγροῖς Alciphr.3.15; τῇ οἰκήσει J.AJ2.7.2; ἐν δόμῳ Agath.5.7: abs., Archemach.1; of things, Gal.16.556.
German (Pape)
[Seite 819] gern an einem Orte verweilen, τινί, Sp., wie Alciphr. 3, 15; Archemach. bei Ath. VI, 264 b; übertr., τῇ μνήμῃ Luc. conscr. hist. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφιλοχωρέω: ἀγαπῶ νὰ ἐνδιατρίβω εἴς τι, τῇ μνήμῃ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1, πρβλ. Ἀλκίφρονα 3. 15, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 7, 2· ἀπόλ., Ἀθήν. 264Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
séjourner volontiers dans, τινι.
Étymologie: ἐν, φιλοχωρέω.