αἰγόκερως: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(6_5)
 
(Bailly1_1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰγόκερως''': γεν. -κερω, δοτ. -κερῳ, Μανέθ. 1. 106· αἰτ. -κερων, Πλούτ., Λουκ. Μεταγεν. γεν. -κέρωτος, Ἰουλιαν. πρβλ. Θωμ. Μ. 193· ([[κέρας]]) = ὁ ἔχων τράγου κέρατα, Ἀνθ. Πλαν. 4. 234. II. ὡς οὐσ. ἀρσ. ὁ Αἰγόκερως ἐν τῷ Ζῳδιακῷ κύκλῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 6179, Ἀρατ. 286, Πλουτ. 2. 908C. Λουκ. Ἀστρ. 7.
|lstext='''αἰγόκερως''': γεν. -κερω, δοτ. -κερῳ, Μανέθ. 1. 106· αἰτ. -κερων, Πλούτ., Λουκ. Μεταγεν. γεν. -κέρωτος, Ἰουλιαν. πρβλ. Θωμ. Μ. 193· ([[κέρας]]) = ὁ ἔχων τράγου κέρατα, Ἀνθ. Πλαν. 4. 234. II. ὡς οὐσ. ἀρσ. ὁ Αἰγόκερως ἐν τῷ Ζῳδιακῷ κύκλῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 6179, Ἀρατ. 286, Πλουτ. 2. 908C. Λουκ. Ἀστρ. 7.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων;<br /><i>gén.</i> ω, <i>dat.</i> ῳ, <i>acc.</i> ων;<br />aux cornes de chèvre ; ὁ [[αἰγόκερως]] le Capricorne, <i>signe du Zodiaque</i>.<br />'''Étymologie:''' [[αἴξ]], [[κέρας]].
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

αἰγόκερως: γεν. -κερω, δοτ. -κερῳ, Μανέθ. 1. 106· αἰτ. -κερων, Πλούτ., Λουκ. Μεταγεν. γεν. -κέρωτος, Ἰουλιαν. πρβλ. Θωμ. Μ. 193· (κέρας) = ὁ ἔχων τράγου κέρατα, Ἀνθ. Πλαν. 4. 234. II. ὡς οὐσ. ἀρσ. ὁ Αἰγόκερως ἐν τῷ Ζῳδιακῷ κύκλῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 6179, Ἀρατ. 286, Πλουτ. 2. 908C. Λουκ. Ἀστρ. 7.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
gén. ω, dat. ῳ, acc. ων;
aux cornes de chèvre ; ὁ αἰγόκερως le Capricorne, signe du Zodiaque.
Étymologie: αἴξ, κέρας.