μοτός: Difference between revisions
From LSJ
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοτός''': ὁ, λινοῦν ξαντὸν πρὸς θεραπείαν τραυμάτων χρήσιμον, Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμ. 907, κτλ.· Ἐπικ. γεν. πληθ. μοτάων (ὡς ἐξ ὀνομαστ. μοτὴ) Κόϊντ. Σμ. 4. 212· [[ὡσαύτως]] μοτόν, τό, Ἡσύχ.· ὑποκορ. μοτάριον, τό, Εὐστ. Πονημάτ. 163. 83· πρβλ. [[ἔμμοτος]]. | |lstext='''μοτός''': ὁ, λινοῦν ξαντὸν πρὸς θεραπείαν τραυμάτων χρήσιμον, Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμ. 907, κτλ.· Ἐπικ. γεν. πληθ. μοτάων (ὡς ἐξ ὀνομαστ. μοτὴ) Κόϊντ. Σμ. 4. 212· [[ὡσαύτως]] μοτόν, τό, Ἡσύχ.· ὑποκορ. μοτάριον, τό, Εὐστ. Πονημάτ. 163. 83· πρβλ. [[ἔμμοτος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />charpie, rouleau de charpie.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A tent, tampon, lint pledget for dressing wounds, Hp.VC14: dat. pl. μοτοῖς Dsc.3.82, μότοις Heliod. ap. Orib.44.11.11: Ep.gen.pl. μοτάων (as if from μοτή) Q.S.4.212: neut. pl. μότα, τά, Call.Fr.7.40 P., Hsch. II drainage tube, μ. κασσιτέρινος κοῖλος Hp.Morb.2.47; also μ. στερεός ib. 59.
Greek (Liddell-Scott)
μοτός: ὁ, λινοῦν ξαντὸν πρὸς θεραπείαν τραυμάτων χρήσιμον, Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμ. 907, κτλ.· Ἐπικ. γεν. πληθ. μοτάων (ὡς ἐξ ὀνομαστ. μοτὴ) Κόϊντ. Σμ. 4. 212· ὡσαύτως μοτόν, τό, Ἡσύχ.· ὑποκορ. μοτάριον, τό, Εὐστ. Πονημάτ. 163. 83· πρβλ. ἔμμοτος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
charpie, rouleau de charpie.
Étymologie: DELG étym. ignorée.