Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποχώρησις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποχώρησις''': -εως, ἡ, τὸ ὑποχωρεῖν, ἀποσύρεσθαι, ὀπισθοδρόμησις, ὑποχ. πεδιναί, τῆς ξηρᾶς, Πολύβ. 1. 34, 8· πελαγίαν ποιεῖσθαι τὴν ὑπ., ὑποχωρεῖν διὰ θαλάσσης, [[αὐτόθι]] 28. 9· ὑπ. τολμήσεως Πλάτ. Ὅρ. 412C. 2) [[τόπος]] εἰς ὃν καταφεύγει ὁ ὑποχωρῶν, [[καταφύγιον]], Λουκ. Ἱππ. 5, Συλλ. Ἐπιγραφ. 3705. ΙΙ. ὑπ. τῆς γαστρός, [[κένωσις]] τῆς κοιλίας [[κάτωθεν]], Ἱππ. 1208D· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1252, Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 4, 2· πρβλ. [[ὑποχώρημα]].
|lstext='''ὑποχώρησις''': -εως, ἡ, τὸ ὑποχωρεῖν, ἀποσύρεσθαι, ὀπισθοδρόμησις, ὑποχ. πεδιναί, τῆς ξηρᾶς, Πολύβ. 1. 34, 8· πελαγίαν ποιεῖσθαι τὴν ὑπ., ὑποχωρεῖν διὰ θαλάσσης, [[αὐτόθι]] 28. 9· ὑπ. τολμήσεως Πλάτ. Ὅρ. 412C. 2) [[τόπος]] εἰς ὃν καταφεύγει ὁ ὑποχωρῶν, [[καταφύγιον]], Λουκ. Ἱππ. 5, Συλλ. Ἐπιγραφ. 3705. ΙΙ. ὑπ. τῆς γαστρός, [[κένωσις]] τῆς κοιλίας [[κάτωθεν]], Ἱππ. 1208D· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1252, Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 4, 2· πρβλ. [[ὑποχώρημα]].
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de se retirer :<br /><b>1</b> mouvement de retrait (d’une terre);<br /><b>2</b> retraite (d’une armée);<br /><b>3</b> <i>t. de méd.</i> évacuation par le bas, selle;<br /><b>II.</b> lieu de retraite.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποχωρέω]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχώρησις Medium diacritics: ὑποχώρησις Low diacritics: υποχώρησις Capitals: ΥΠΟΧΩΡΗΣΙΣ
Transliteration A: hypochṓrēsis Transliteration B: hypochōrēsis Transliteration C: ypochorisis Beta Code: u(poxw/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A retirement, retreat, πεδιναὶ ὑ. retirements by the plains, Plb.1.34.8; πελαγίαν ποιεῖσθαι τὴν ὑ. make one's retreat by sea, Id.1.28.9; αἰδὼς τολμήσεως ὑ. Pl.Def.412c.    b ebb of the tide, Aristid.Quint.3.7 (pl.).    c cession of property, POxy.67.20 (iv A. D.).    2 retiring-place, retreat, Luc.Hipp.5, CIG3705 (Apollonia ad Rhyndacum).    II ὑ. τῆς γαστρός an evacuation of the bowels by stool, Hp. Morb.3.16, Gal.6.649: abs., Hp.Aph.4.83, Epid.7.3,5, Dieuch. ap. Orib.4.7.15, Mnesith. ap. Orib.8.38.3.    III the vent, Arist.HA594a13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχώρησις: -εως, ἡ, τὸ ὑποχωρεῖν, ἀποσύρεσθαι, ὀπισθοδρόμησις, ὑποχ. πεδιναί, τῆς ξηρᾶς, Πολύβ. 1. 34, 8· πελαγίαν ποιεῖσθαι τὴν ὑπ., ὑποχωρεῖν διὰ θαλάσσης, αὐτόθι 28. 9· ὑπ. τολμήσεως Πλάτ. Ὅρ. 412C. 2) τόπος εἰς ὃν καταφεύγει ὁ ὑποχωρῶν, καταφύγιον, Λουκ. Ἱππ. 5, Συλλ. Ἐπιγραφ. 3705. ΙΙ. ὑπ. τῆς γαστρός, κένωσις τῆς κοιλίας κάτωθεν, Ἱππ. 1208D· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1252, Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 4, 2· πρβλ. ὑποχώρημα.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de se retirer :
1 mouvement de retrait (d’une terre);
2 retraite (d’une armée);
3 t. de méd. évacuation par le bas, selle;
II. lieu de retraite.
Étymologie: ὑποχωρέω.