δυσμήτηρ: Difference between revisions
From LSJ
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσμήτηρ''': ερος, ἡ, ἐν Ὀδ. Ψ. 97, μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ, μητέρα, κακομητέρα. | |lstext='''δυσμήτηρ''': ερος, ἡ, ἐν Ὀδ. Ψ. 97, μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ, μητέρα, κακομητέρα. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ερος (ἡ) :<br /><i>voc.</i> δύσμητερ;<br />mauvaise mère.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μήτηρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ερος, ἡ, in Od.23.97 μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ my mother
A yet no mother, cf. Lyc.1174, Nonn.D.46.194.
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, böse Mutter; Homer einmal, Odyss . 28, 97 μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ, ἀπηνέα θυμὸν ἔχουσα; – Lycophr. 1174.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμήτηρ: ερος, ἡ, ἐν Ὀδ. Ψ. 97, μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ, μητέρα, κακομητέρα.
French (Bailly abrégé)
ερος (ἡ) :
voc. δύσμητερ;
mauvaise mère.
Étymologie: δυσ-, μήτηρ.