ὑποπόδιον: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποπόδιον''': τό, ὡς καὶ νῦν, Χάρης παρ’ Ἀθην. 514F, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, Ἑβδ. (Ψαλμ. ϛη΄ 5)· - τὸ παρὰ τοῖς δοκίμοις σύνηθες ἦν [[θρᾶνος]], [[θρῆνυς]]. | |lstext='''ὑποπόδιον''': τό, ὡς καὶ νῦν, Χάρης παρ’ Ἀθην. 514F, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, Ἑβδ. (Ψαλμ. ϛη΄ 5)· - τὸ παρὰ τοῖς δοκίμοις σύνηθες ἦν [[θρᾶνος]], [[θρῆνυς]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />petit escabeau, marchepied.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πούς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A footstool, IG22.1394.15 (iv B. C.), Chares 2 J., Schwyzer200 (Crete, ii B. C.), PTeb.45.38 (ii B. C.), LXX Ps.98(99).5, Luc.Hist.Conscr.27, Sor.1.68, Sch.Call. in Διηγήσεις vii 29.
German (Pape)
[Seite 1229] τό, die Fußbank, Sp., wie Luc. hist. conscr. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπόδιον: τό, ὡς καὶ νῦν, Χάρης παρ’ Ἀθην. 514F, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, Ἑβδ. (Ψαλμ. ϛη΄ 5)· - τὸ παρὰ τοῖς δοκίμοις σύνηθες ἦν θρᾶνος, θρῆνυς.