διεξερέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεξερέομαι''': [[μανθάνω]] δι’ ἐρωτήσεων, πληροφοροῦμαι διὰ συντόνου ἀνακρίσεως, ἐμὲ [[ταῦτα]] Ἰλ. Κ. 432.
|lstext='''διεξερέομαι''': [[μανθάνω]] δι’ ἐρωτήσεων, πληροφοροῦμαι διὰ συντόνου ἀνακρίσεως, ἐμὲ [[ταῦτα]] Ἰλ. Κ. 432.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />interroger, demander : τινά [[τι]] qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐξερέομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεξερέομαι Medium diacritics: διεξερέομαι Low diacritics: διεξερέομαι Capitals: ΔΙΕΞΕΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diexeréomai Transliteration B: diexereomai Transliteration C: dieksereomai Beta Code: diecere/omai

English (LSJ)

   A question closely, c. dupl. acc., ἐμὲ ταῦτα Il. 10.432, cf. A.R.1.327.

German (Pape)

[Seite 619] genau ausfragen; Iliad. 10, 432 ἀλλὰ τίη ἐμὲ ταῦτα διεξερέεσθε ἕκαστα; – Ap. Rh. 1, 327.

Greek (Liddell-Scott)

διεξερέομαι: μανθάνω δι’ ἐρωτήσεων, πληροφοροῦμαι διὰ συντόνου ἀνακρίσεως, ἐμὲ ταῦτα Ἰλ. Κ. 432.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
interroger, demander : τινά τι qch à qqn.
Étymologie: διά, ἐξερέομαι.