ἐγκρασίχολος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκρᾱσίχολος''': ὁ, [[εἶδος]] μικροῦ ἰχθύος, συνώνυμ. τῷ ἐγγραυλὶς (ἢ ἔγγραυλις) κοινῶς χαψί, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 9, ἴδε Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 168.
|lstext='''ἐγκρᾱσίχολος''': ὁ, [[εἶδος]] μικροῦ ἰχθύος, συνώνυμ. τῷ ἐγγραυλὶς (ἢ ἔγγραυλις) κοινῶς χαψί, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 9, ἴδε Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 168.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />anchois, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκεράννυμι]], [[χολή]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκρᾱσίχολος Medium diacritics: ἐγκρασίχολος Low diacritics: εγκρασίχολος Capitals: ΕΓΚΡΑΣΙΧΟΛΟΣ
Transliteration A: enkrasícholos Transliteration B: enkrasicholos Transliteration C: egkrasicholos Beta Code: e)gkrasi/xolos

English (LSJ)

[ῐ], a small fish,

   A anchovy, Arist.HA569b27, Call.Fr. 38, Ael.NA8.18.

German (Pape)

[Seite 709] ὁ (mit Galle gemischt), ein kleiner Fisch, wie die Sardelle, Arist. H. A. 6, 15; vgl. Ael. H. A. 8, 18 u. Ath. VII, 285 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκρᾱσίχολος: ὁ, εἶδος μικροῦ ἰχθύος, συνώνυμ. τῷ ἐγγραυλὶς (ἢ ἔγγραυλις) κοινῶς χαψί, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 9, ἴδε Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 168.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
anchois, poisson.
Étymologie: ἐγκεράννυμι, χολή.