δαφνηφορέω: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δαφνηφορέω''': [[φέρω]] κλάδους ἢ στεφάνους ἐκ δάφνης, Παυσ. 9. 10, 4, Πλούτ. Αἰμιλ. 34, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1082a, Ἡρῳδιαν., κτλ.· διορθωτέον ἀντὶ δαφνοφορέω παρὰ Δίωνι Κ. 37. 21.
|lstext='''δαφνηφορέω''': [[φέρω]] κλάδους ἢ στεφάνους ἐκ δάφνης, Παυσ. 9. 10, 4, Πλούτ. Αἰμιλ. 34, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1082a, Ἡρῳδιαν., κτλ.· διορθωτέον ἀντὶ δαφνοφορέω παρὰ Δίωνι Κ. 37. 21.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />porter une couronne <i>ou</i> une branche de laurier.<br />'''Étymologie:''' [[δαφνηφόρος]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφνηφορέω Medium diacritics: δαφνηφορέω Low diacritics: δαφνηφορέω Capitals: ΔΑΦΝΗΦΟΡΕΩ
Transliteration A: daphnēphoréō Transliteration B: daphnēphoreō Transliteration C: dafniforeo Beta Code: dafnhfore/w

English (LSJ)

   A bear boughs or crowns of bay, Paus.9.10.4, Plu.Aem.34, IG14.1293B, Hdn.2.2.10; of the Roman fasces laureati, Id.7.6.2; to be read for δαφνοφορέω in D.C.37.21.

German (Pape)

[Seite 525] Lorbeerzweige, -kränze tragen, Plut. Aemil. 34 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δαφνηφορέω: φέρω κλάδους ἢ στεφάνους ἐκ δάφνης, Παυσ. 9. 10, 4, Πλούτ. Αἰμιλ. 34, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1082a, Ἡρῳδιαν., κτλ.· διορθωτέον ἀντὶ δαφνοφορέω παρὰ Δίωνι Κ. 37. 21.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
porter une couronne ou une branche de laurier.
Étymologie: δαφνηφόρος.