καταναρκάω: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταναρκάω''': ἐνερ., καταναρκᾶν τινος, ἐκ νάρκης ἀμελῶ τινος, ὡς νεναρκωμένος ἢ ὀκνηρὸς φέρομαι [[πρός]] τι, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. ια΄, 9., ιβ΄, 13.― Παθ., καταναρκάομαι, ἐντελῶς ναρκοῦμαι, κυριεύομαι ὑπὸ νάρκης ἢ ἀναισθησίας, «μουδιάζω» ἐντελῶς, καταναρκῶνται τὸ [[σῶμα]] Ἱππ. Ἄρθρ. 816 κτλ. | |lstext='''καταναρκάω''': ἐνερ., καταναρκᾶν τινος, ἐκ νάρκης ἀμελῶ τινος, ὡς νεναρκωμένος ἢ ὀκνηρὸς φέρομαι [[πρός]] τι, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. ια΄, 9., ιβ΄, 13.― Παθ., καταναρκάομαι, ἐντελῶς ναρκοῦμαι, κυριεύομαι ὑπὸ νάρκης ἢ ἀναισθησίας, «μουδιάζω» ἐντελῶς, καταναρκῶνται τὸ [[σῶμα]] Ἱππ. Ἄρθρ. 816 κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />employer un narcotique contre ; rendre lourd, accabler, plonger dans la torpeur ; <i>Pass.</i> être plongé dans la torpeur.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ναρκάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 1365] eigtl. erstarren machen; durch häufiges Fordern lästig fallen, τινός, N. T. – Pass. ganz erstarren, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
καταναρκάω: ἐνερ., καταναρκᾶν τινος, ἐκ νάρκης ἀμελῶ τινος, ὡς νεναρκωμένος ἢ ὀκνηρὸς φέρομαι πρός τι, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. ια΄, 9., ιβ΄, 13.― Παθ., καταναρκάομαι, ἐντελῶς ναρκοῦμαι, κυριεύομαι ὑπὸ νάρκης ἢ ἀναισθησίας, «μουδιάζω» ἐντελῶς, καταναρκῶνται τὸ σῶμα Ἱππ. Ἄρθρ. 816 κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
employer un narcotique contre ; rendre lourd, accabler, plonger dans la torpeur ; Pass. être plongé dans la torpeur.
Étymologie: κατά, ναρκάω.