εὐκράς: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκράς''': ᾱτος, ὁ, ἡ, = [[εὔκρατος]], (Λοβ. Παρ. 264), [[εὐκραής]], ἐπὶ [[μέσης]] θερμοκρασίας, [[κρήνη]] εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ [[θέρος]] Πλάτ. Κριτίας 112D· ἐπὶ κλίματος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 4· μεταφ., ἔστιν οἷς [[βίος]] ὁ μικρὸς εὐκρὰς Εὐρ. Ἀποσπ. 506, πρβλ. 197 (ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ). 2) ἐπὶ οἴνου, εὖ κεκραμένος πρὸς πόσιν, [[Πολυδ]]. ς΄, 23. 3) ἐπὶ προσώπων, [[εὐκοινώνητος]], οὐ πολλοῖς εὐκρ. Ἀνθ. Π. 12. 105. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐκράς]]· [[εὐκέφαλος]]· [[εὔκρατος]]». - Κατά τινας γραμματικοὺς ἡ [[λέξις]] γράφεται παροξυτόνως εὔκρας, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτιος ἐν λ., Κραμήρου Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 335, 1. | |lstext='''εὐκράς''': ᾱτος, ὁ, ἡ, = [[εὔκρατος]], (Λοβ. Παρ. 264), [[εὐκραής]], ἐπὶ [[μέσης]] θερμοκρασίας, [[κρήνη]] εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ [[θέρος]] Πλάτ. Κριτίας 112D· ἐπὶ κλίματος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 4· μεταφ., ἔστιν οἷς [[βίος]] ὁ μικρὸς εὐκρὰς Εὐρ. Ἀποσπ. 506, πρβλ. 197 (ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ). 2) ἐπὶ οἴνου, εὖ κεκραμένος πρὸς πόσιν, [[Πολυδ]]. ς΄, 23. 3) ἐπὶ προσώπων, [[εὐκοινώνητος]], οὐ πολλοῖς εὐκρ. Ἀνθ. Π. 12. 105. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐκράς]]· [[εὐκέφαλος]]· [[εὔκρατος]]». - Κατά τινας γραμματικοὺς ἡ [[λέξις]] γράφεται παροξυτόνως εὔκρας, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτιος ἐν λ., Κραμήρου Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 335, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶτος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> bien mélangé ; bien tempéré, d’une température égale;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> qui se mêle facilement, qui se lie avec.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κεράννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), ᾶτος, ὁ, ἡ,
A = εὔκρατος, temperate, of even temperature, κρήνη εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος Pl.Criti.112d; of climate, Thphr. HP7.1.4: metaph., ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκρὰς ἐγένεθ' E.Fr.504; ἡδονή ib.197. 2 mixed for drinking, οἶνος Poll.6.23. 3 of persons, mixing readily with, οὐ πολλοῖς εὐ. AP12.105 (Asclep.). (εὔκρας E.Fr.197, Poll.)
εὐκράς (B), κρᾶτος, ὁ, ἡ,
A = εὐκέφαλος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκράς: ᾱτος, ὁ, ἡ, = εὔκρατος, (Λοβ. Παρ. 264), εὐκραής, ἐπὶ μέσης θερμοκρασίας, κρήνη εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος Πλάτ. Κριτίας 112D· ἐπὶ κλίματος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 4· μεταφ., ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκρὰς Εὐρ. Ἀποσπ. 506, πρβλ. 197 (ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ). 2) ἐπὶ οἴνου, εὖ κεκραμένος πρὸς πόσιν, Πολυδ. ς΄, 23. 3) ἐπὶ προσώπων, εὐκοινώνητος, οὐ πολλοῖς εὐκρ. Ἀνθ. Π. 12. 105. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐκράς· εὐκέφαλος· εὔκρατος». - Κατά τινας γραμματικοὺς ἡ λέξις γράφεται παροξυτόνως εὔκρας, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτιος ἐν λ., Κραμήρου Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 335, 1.
French (Bailly abrégé)
ᾶτος (ὁ, ἡ)
1 bien mélangé ; bien tempéré, d’une température égale;
2 en parl. de pers. qui se mêle facilement, qui se lie avec.
Étymologie: εὖ, κεράννυμι.