κυδωνιάω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠδωνιάω''': ἐξογκοῦμαι ὡς κυδώνιον, Λατ. sororiare, μαζὸς κυδωνιᾷ Ἀνθ. Πλ. 182· κυδωνιῶντες οἱ μαζοὶ τὴν ἀμπεχόνην ἐξωθοῦσι Ἀρισταίν. 1. 1· πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ τὴν λέξιν [[μῆλον]] Β.
|lstext='''κῠδωνιάω''': ἐξογκοῦμαι ὡς κυδώνιον, Λατ. sororiare, μαζὸς κυδωνιᾷ Ἀνθ. Πλ. 182· κυδωνιῶντες οἱ μαζοὶ τὴν ἀμπεχόνην ἐξωθοῦσι Ἀρισταίν. 1. 1· πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ τὴν λέξιν [[μῆλον]] Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />gonfler comme un coing.<br />'''Étymologie:''' [[Κύδωνες]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κῠδωνιάω Medium diacritics: κυδωνιάω Low diacritics: κυδωνιάω Capitals: ΚΥΔΩΝΙΑΩ
Transliteration A: kydōniáō Transliteration B: kydōniaō Transliteration C: kydoniao Beta Code: *kudwnia/w

English (LSJ)

   A swell like a quince, μαζὸς κυδωνιᾷ APl.4.182 (Leon.); κυδωνιῶντες οἱ μαστοὶ τὴν ἀμπεχόνην ἐξωθοῦσι Aristaenet.1.1, cf. 3.

German (Pape)

[Seite 1525] wie eine Quitte, ein kydonischer Apfel sein, schwellen, strotzen, von den Brüsten, Leon. Tar. 41 (Plan. 182), κυδωνιῶντες οἱ μαστοί Aristaenet. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κῠδωνιάω: ἐξογκοῦμαι ὡς κυδώνιον, Λατ. sororiare, μαζὸς κυδωνιᾷ Ἀνθ. Πλ. 182· κυδωνιῶντες οἱ μαζοὶ τὴν ἀμπεχόνην ἐξωθοῦσι Ἀρισταίν. 1. 1· πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ τὴν λέξιν μῆλον Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
gonfler comme un coing.
Étymologie: Κύδωνες.