λικμάω: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λικμάω''': μέλλ. -ήσω, Ξεν. Οἰκ. 18. 8· ἀόρ. ἐλίκμησα, Βακχυλ. Ἐπιγράμμ. 2. 4. Χωρίζω τὸν σῖτον ἀπὸ τοῦ ἀχύρου διὰ λικμήσεως, «λιχνίζω», ἀνδρῶν λικμώντων Ἰλ. Ε. 500· σῖτον λικμᾶν Ξεν. Οἰκ. 18, 6· [[ὄφρα]] τάχιστα λικμήσῃ πεπόνων καρπὸν ἀπ’ ἀσταχύων Βακχυλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - μεταφορ., [[διασκορπίζω]] ὡς [[ἄχυρον]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 44, κτλ., πρβλ. Ἑβδ. (Ἰὼβ ΚΖ΄, 21). | |lstext='''λικμάω''': μέλλ. -ήσω, Ξεν. Οἰκ. 18. 8· ἀόρ. ἐλίκμησα, Βακχυλ. Ἐπιγράμμ. 2. 4. Χωρίζω τὸν σῖτον ἀπὸ τοῦ ἀχύρου διὰ λικμήσεως, «λιχνίζω», ἀνδρῶν λικμώντων Ἰλ. Ε. 500· σῖτον λικμᾶν Ξεν. Οἰκ. 18, 6· [[ὄφρα]] τάχιστα λικμήσῃ πεπόνων καρπὸν ἀπ’ ἀσταχύων Βακχυλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - μεταφορ., [[διασκορπίζω]] ὡς [[ἄχυρον]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 44, κτλ., πρβλ. Ἑβδ. (Ἰὼβ ΚΖ΄, 21). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> λικμήσω, <i>ao.</i> ἐλίκμησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐλικμήθην, <i>pf.</i> λελίκμημαι;<br />vanner.<br />'''Étymologie:''' [[λικμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -ήσω X.Oec.18.8: aor.
A ἐλίκμησα B.Fr.34:— part the grain from the chaff, winnow, ἀνδρῶν λικμώντων Il.5.500; σῖτον λ. X.Oec.18.6; καρπὸν ἀπ' ἀσταχύων B.l.c.: metaph., scatter like chaff, LXX Ez.29.12; make away with, ib.Is.30.22; crush, destroy, ἐλίκμησάν μου τὸ λάχανον BGU146.8 (iii A.D.); ἐφ' ὃν δ' ἂν πέσῃ (sc. ὁ λίθος) λικμήσει αὐτόν Ev.Luc.20.18.
German (Pape)
[Seite 46] mit der Worfschaufel, λικμός, das Getreide von der Spreu reinigen, worfeln, ὡς δ' ἄνεμος ἄχνας φορέει ἱερὰς κατ' ἀλωὰς ἀνδρῶν λικμώντων Il. 5, 500; καθαροῦμεν τὸν σῖτον λικμῶντες Xen. Oec. 18, 6; καρπὸν ἀπ' ἀσταχύων Bacchyl. 20 (VI, 53); Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λικμάω: μέλλ. -ήσω, Ξεν. Οἰκ. 18. 8· ἀόρ. ἐλίκμησα, Βακχυλ. Ἐπιγράμμ. 2. 4. Χωρίζω τὸν σῖτον ἀπὸ τοῦ ἀχύρου διὰ λικμήσεως, «λιχνίζω», ἀνδρῶν λικμώντων Ἰλ. Ε. 500· σῖτον λικμᾶν Ξεν. Οἰκ. 18, 6· ὄφρα τάχιστα λικμήσῃ πεπόνων καρπὸν ἀπ’ ἀσταχύων Βακχυλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - μεταφορ., διασκορπίζω ὡς ἄχυρον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 44, κτλ., πρβλ. Ἑβδ. (Ἰὼβ ΚΖ΄, 21).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. λικμήσω, ao. ἐλίκμησα, pf. inus.
Pass. ao. ἐλικμήθην, pf. λελίκμημαι;
vanner.
Étymologie: λικμός.