ἀθήρ: Difference between revisions
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀθήρ''': έρος, ὁ ἀθέρας, [[ἤτοι]] ἡ ἀκὶς τοῦ στάχυος τοῦ σίτου ἢ αὐτὸς ὁ [[στάχυς]], Λατ. spica, Ἡσ. Ἀποσπ. 2. 2. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 8, 1., [[λέπυρον]], [[ἄχυρον]], Λουκ. Ἀναχ. 31. ΙΙ. αἰχμὴ ὅπλου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 153. Ἱππ. 496. 54., 1153Η, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 70· (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. [[ἄνθος]]). | |lstext='''ἀθήρ''': έρος, ὁ ἀθέρας, [[ἤτοι]] ἡ ἀκὶς τοῦ στάχυος τοῦ σίτου ἢ αὐτὸς ὁ [[στάχυς]], Λατ. spica, Ἡσ. Ἀποσπ. 2. 2. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 8, 1., [[λέπυρον]], [[ἄχυρον]], Λουκ. Ἀναχ. 31. ΙΙ. αἰχμὴ ὅπλου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 153. Ἱππ. 496. 54., 1153Η, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 70· (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. [[ἄνθος]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έρος (ὁ) :<br />barbe d’épi ; <i>p. anal.</i> pointe de lance, de javelot, d’épée.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἄνθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
έρος, ὁ,
A awn, πυραμίνους ἀ. Hes.Fr.117; εἴσδυσις οὐδ' ἀθέρι prob. l. in Lyr.Adesp.2 B, cf. X. Oec.18.1, Arist.HA595b27:—in pl., chaff, Luc.Anach.31; χωρὶς δείσης καὶ ἀθέρος POxy.988 (iii A.D.). II barb of a weapon, A.Fr.154, Hp.Epid.5.49, Plu.Cat.Mi.70. III spine or prickle of a fish, prob. in Ath.7.303d.
German (Pape)
[Seite 46] έρος, ὁ, die Hachel an der Aehre (Schol. ad Luc. Anach. 25 τὰ τοῦ ἀστάχυος κέντρα), die Aehre selbst, Hes. frg. 2, 2; Nic. Th. 802; bei Aesch. frg. 138 Lanzenspitze; bei Plut. Cat. min. 70 die Schneide des Dolches. Uebertr. οὐ γὰρ καλάμη καὶ ἀθέρες ὑμεῖς ἐστε Luc. Anach. 31, Spreu.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθήρ: έρος, ὁ ἀθέρας, ἤτοι ἡ ἀκὶς τοῦ στάχυος τοῦ σίτου ἢ αὐτὸς ὁ στάχυς, Λατ. spica, Ἡσ. Ἀποσπ. 2. 2. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 8, 1., λέπυρον, ἄχυρον, Λουκ. Ἀναχ. 31. ΙΙ. αἰχμὴ ὅπλου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 153. Ἱππ. 496. 54., 1153Η, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 70· (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. ἄνθος).
French (Bailly abrégé)
έρος (ὁ) :
barbe d’épi ; p. anal. pointe de lance, de javelot, d’épée.
Étymologie: cf. ἄνθος.