αἰτητικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰτητικός''': -ή, -όν, ἀγαπῶν νὰ αἰτῇ, τινός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 16. ― Ἐπίρρ. αἰτητικῶς ἔχειν [[πρός]] τινα, Διογ. Λ. 6. 31. | |lstext='''αἰτητικός''': -ή, -όν, ἀγαπῶν νὰ αἰτῇ, τινός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 16. ― Ἐπίρρ. αἰτητικῶς ἔχειν [[πρός]] τινα, Διογ. Λ. 6. 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui aime à demander;<br /><b>2</b> qui convient pour demander.<br />'''Étymologie:''' [[αἰτέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fond of asking, τινός Arist.EN1120a33. Adv. αἰτητικῶς, ἔχειν πρός τινα D.L.6.31.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτητικός: -ή, -όν, ἀγαπῶν νὰ αἰτῇ, τινός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 16. ― Ἐπίρρ. αἰτητικῶς ἔχειν πρός τινα, Διογ. Λ. 6. 31.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui aime à demander;
2 qui convient pour demander.
Étymologie: αἰτέω.