ἀδιάσπαστος: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδιάσπαστος''': -ον, ὁ μὴ διεσπασμένος, μὴ διακεκομμένος, [[ἄθραυστος]], Ξεν. Ἀγησ. 1.4, Πολύβ. 1, 34, 5, Γρηγ. Νύσσ. - Ἐπίρρ. -τως, Ἡσύχ., Ἐκκλ. | |lstext='''ἀδιάσπαστος''': -ον, ὁ μὴ διεσπασμένος, μὴ διακεκομμένος, [[ἄθραυστος]], Ξεν. Ἀγησ. 1.4, Πολύβ. 1, 34, 5, Γρηγ. Νύσσ. - Ἐπίρρ. -τως, Ἡσύχ., Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non séparé, non interrompu.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διασπάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not torn asunder, uninterrupted, unbroken, X.Ages.1.4, Plb.1.34.5; inseparable, Dam.Pr.418, cf. Olymp.Alch.p.77B. Adv. -τως Steph.in Hp. 1.65 D., Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάσπαστος: -ον, ὁ μὴ διεσπασμένος, μὴ διακεκομμένος, ἄθραυστος, Ξεν. Ἀγησ. 1.4, Πολύβ. 1, 34, 5, Γρηγ. Νύσσ. - Ἐπίρρ. -τως, Ἡσύχ., Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non séparé, non interrompu.
Étymologie: ἀ, διασπάω.