αἰχμαλωτίζω: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰχμαλωτίζω''': μελλ. -ίσω, [[συλλαμβάνω]] τινὰ αἰχμάλωτον, Διόδ. 14. 37: - ἀποθ. αἰχμαλωτίζομαι, [[μετὰ]] τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἰωσήπ. περὶ Ἰουδ. Πολ. 4. 8, 1: μελλ. -ίσομαι, [[αὐτόθι]] 2. 4: ἀόρ. ἠχμαλωτισάμην, ὁ αὐτ. 1. 22, 1., Διόδ. 13. 24. - πρκμ. ᾐχμαλώτισμαι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ 4. 9, 8: - ὁ πρκμ. καὶ [[μετὰ]] παθητ. σημασίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3668.
|lstext='''αἰχμαλωτίζω''': μελλ. -ίσω, [[συλλαμβάνω]] τινὰ αἰχμάλωτον, Διόδ. 14. 37: - ἀποθ. αἰχμαλωτίζομαι, [[μετὰ]] τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἰωσήπ. περὶ Ἰουδ. Πολ. 4. 8, 1: μελλ. -ίσομαι, [[αὐτόθι]] 2. 4: ἀόρ. ἠχμαλωτισάμην, ὁ αὐτ. 1. 22, 1., Διόδ. 13. 24. - πρκμ. ᾐχμαλώτισμαι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ 4. 9, 8: - ὁ πρκμ. καὶ [[μετὰ]] παθητ. σημασίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3668.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire prisonnier de guerre, emmener en captivité;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> captiver : ψυχήν NT l’âme de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> αἰχμαλωτίζομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[αἰχμάλωτος]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰχμᾰλωτίζω Medium diacritics: αἰχμαλωτίζω Low diacritics: αιχμαλωτίζω Capitals: ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΖΩ
Transliteration A: aichmalōtízō Transliteration B: aichmalōtizō Transliteration C: aichmalotizo Beta Code: ai)xmalwti/zw

English (LSJ)

   A take prisoner, D.S.14.37, LXX 4 Ki.24.14, al.:—more freq. in Med., αἰχμαλωτίζομαι J.BJ4.8.1: fut. -ίσομαι ib.2.4: aor. ᾐχμαλωτισάμην ib.1.22.1, D.S.13.24: pf. ᾐχμαλώτισμαι J.BJ4.9.8 (with v.l. -σάμενοι); also in pass. sense, SIG763 (Cyzicus).

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμαλωτίζω: μελλ. -ίσω, συλλαμβάνω τινὰ αἰχμάλωτον, Διόδ. 14. 37: - ἀποθ. αἰχμαλωτίζομαι, μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἰωσήπ. περὶ Ἰουδ. Πολ. 4. 8, 1: μελλ. -ίσομαι, αὐτόθι 2. 4: ἀόρ. ἠχμαλωτισάμην, ὁ αὐτ. 1. 22, 1., Διόδ. 13. 24. - πρκμ. ᾐχμαλώτισμαι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ 4. 9, 8: - ὁ πρκμ. καὶ μετὰ παθητ. σημασίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3668.

French (Bailly abrégé)

1 faire prisonnier de guerre, emmener en captivité;
2 fig. captiver : ψυχήν NT l’âme de qqn;
Moy. αἰχμαλωτίζομαι m. sign.
Étymologie: αἰχμάλωτος.