ἀκορία: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκορία''': ἡ ([[ἄκορος]]) ἐν Ἱππ. 1180F, τὸ μὴ ἐσθίειν [[μέχρι]] χορτασμοῦ, [[ἐγκράτεια]] ἐν τῷ ἐσθίειν· ἀλλὰ παρ· Ἀρετ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 2.2, ἀκ. ποτοῦ, πιθαν. νὰ σημαίνῃ ἄσβεστον ἐπιθυμίαν ποτοῦ.
|lstext='''ἀκορία''': ἡ ([[ἄκορος]]) ἐν Ἱππ. 1180F, τὸ μὴ ἐσθίειν [[μέχρι]] χορτασμοῦ, [[ἐγκράτεια]] ἐν τῷ ἐσθίειν· ἀλλὰ παρ· Ἀρετ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 2.2, ἀκ. ποτοῦ, πιθαν. νὰ σημαίνῃ ἄσβεστον ἐπιθυμίαν ποτοῦ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />avidité insatiable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κόρος]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκορία Medium diacritics: ἀκορία Low diacritics: ακορία Capitals: ΑΚΟΡΙΑ
Transliteration A: akoría Transliteration B: akoria Transliteration C: akoria Beta Code: a)kori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A not eating to satiety, moderation in eating, Hp.Epid.6.4.18.    II ἀ. ποτοῦ insatiable desire of drink, Aret.CD2.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκορία: ἡ (ἄκορος) ἐν Ἱππ. 1180F, τὸ μὴ ἐσθίειν μέχρι χορτασμοῦ, ἐγκράτεια ἐν τῷ ἐσθίειν· ἀλλὰ παρ· Ἀρετ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 2.2, ἀκ. ποτοῦ, πιθαν. νὰ σημαίνῃ ἄσβεστον ἐπιθυμίαν ποτοῦ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
avidité insatiable.
Étymologie: ἀ, κόρος.