ἀκριτόμυθος: Difference between revisions
From LSJ
δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκρῐτόμῡθος''': -ον, ὁ ἀπερισκέπτως ἢ [[συγκεχυμένως]] λαλῶν, Ἰλ. Β. 246· πρβλ. [[ἄκριτος]], Ι.1. ΙΙ. ὄνειροι ἀκρ., δυσερμήνευτοι, Ὀδ. Τ. 560. | |lstext='''ἀκρῐτόμῡθος''': -ον, ὁ ἀπερισκέπτως ἢ [[συγκεχυμένως]] λαλῶν, Ἰλ. Β. 246· πρβλ. [[ἄκριτος]], Ι.1. ΙΙ. ὄνειροι ἀκρ., δυσερμήνευτοι, Ὀδ. Τ. 560. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à la parole confuse;<br /><b>2</b> au langage <i>ou</i> au sens confus;<br /><b>3</b> aux propos imprudents.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκριτος]], [[μῦθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A confusedly babbling, Il.2.246, Ph.1.111. II ὄνειροι ἀ. hard of discernment, Od.19.560.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῐτόμῡθος: -ον, ὁ ἀπερισκέπτως ἢ συγκεχυμένως λαλῶν, Ἰλ. Β. 246· πρβλ. ἄκριτος, Ι.1. ΙΙ. ὄνειροι ἀκρ., δυσερμήνευτοι, Ὀδ. Τ. 560.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à la parole confuse;
2 au langage ou au sens confus;
3 aux propos imprudents.
Étymologie: ἄκριτος, μῦθος.