ἀμοιρέω: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμοιρέω''': δὲν ἔχω κλῆρον ἢ [[μερίδιον]] ἔν τινι πράγματι, [[Θαλῆς]] παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 292· μ. γεν., Πλουτ. Ἀλέξ. 23, κτλ. Ἐντεῦθεν ἀμοίρημα, τό, [[ἀτύχημα]], [[ἀκλήρημα]], ἴδε ΘΣ., πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀμύρημα. | |lstext='''ἀμοιρέω''': δὲν ἔχω κλῆρον ἢ [[μερίδιον]] ἔν τινι πράγματι, [[Θαλῆς]] παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 292· μ. γεν., Πλουτ. Ἀλέξ. 23, κτλ. Ἐντεῦθεν ἀμοίρημα, τό, [[ἀτύχημα]], [[ἀκλήρημα]], ἴδε ΘΣ., πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀμύρημα. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἠμοίρησα;<br />n’avoir point part à, être dépourvu de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἄμοιρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
A have no lot or share in, ὑγροῦ Placit.1.3.1, cf. Phld.Rh.1. 45 S., Ph.2.9, Plu.Alex.23, etc.; get no benefit from, c. gen., Jul.Laod. in Cat.Cod.Astr.4.104: also in Pass., c. gen., Steph. in Hp.1.222 D.
German (Pape)
[Seite 127] untheilhaftig sein, Phil.; τινός, Plut. Alex. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοιρέω: δὲν ἔχω κλῆρον ἢ μερίδιον ἔν τινι πράγματι, Θαλῆς παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 292· μ. γεν., Πλουτ. Ἀλέξ. 23, κτλ. Ἐντεῦθεν ἀμοίρημα, τό, ἀτύχημα, ἀκλήρημα, ἴδε ΘΣ., πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀμύρημα.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἠμοίρησα;
n’avoir point part à, être dépourvu de, gén..
Étymologie: ἄμοιρος.