ἀνακάπτω: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(6_22) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακάπτω''': χάπτω [[εὐθύς]], [[καταβροχθίζω]], «ἡγέονται δὲ οἱ ἔρσενες (ἰχθύες) ἀπορραίνοντες τοῦ θοροῦ· αἱ δὲ ἑπόμεναι ἀνακάπτουσι» Ἡρόδ. 2. 93, Ἀριστοφ. Ὄρν. 579, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5, 9 καὶ ἀλλ. | |lstext='''ἀνακάπτω''': χάπτω [[εὐθύς]], [[καταβροχθίζω]], «ἡγέονται δὲ οἱ ἔρσενες (ἰχθύες) ἀπορραίνοντες τοῦ θοροῦ· αἱ δὲ ἑπόμεναι ἀνακάπτουσι» Ἡρόδ. 2. 93, Ἀριστοφ. Ὄρν. 579, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5, 9 καὶ ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=dévorer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
A gulp down, Hdt.2.93, Ar.Av.579, Arist.HA541a13, al.
German (Pape)
[Seite 191] verschlucken, verzehren, Her. 2, 93; Ar. Av. 579.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακάπτω: χάπτω εὐθύς, καταβροχθίζω, «ἡγέονται δὲ οἱ ἔρσενες (ἰχθύες) ἀπορραίνοντες τοῦ θοροῦ· αἱ δὲ ἑπόμεναι ἀνακάπτουσι» Ἡρόδ. 2. 93, Ἀριστοφ. Ὄρν. 579, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5, 9 καὶ ἀλλ.