ἀνεπίπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπίπλεκτος''': -ον, ὁ μὴ συνδεδεμένος διὰ σχέσεων πρὸς ἄλλους, μεμονωμένος, διὰ τὸ ἀνεπίπλεκτον Στράβ. 115, κτλ.
|lstext='''ἀνεπίπλεκτος''': -ον, ὁ μὴ συνδεδεμένος διὰ σχέσεων πρὸς ἄλλους, μεμονωμένος, διὰ τὸ ἀνεπίπλεκτον Στράβ. 115, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans liaison avec, τινι ; isolé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐπιπλέκω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίπλεκτος Medium diacritics: ἀνεπίπλεκτος Low diacritics: ανεπίπλεκτος Capitals: ΑΝΕΠΙΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: anepíplektos Transliteration B: anepiplektos Transliteration C: anepiplektos Beta Code: a)nepi/plektos

English (LSJ)

ον,

   A without connexion with others, isolated, not interwoven, Str.2.5.8, al.

German (Pape)

[Seite 225] nicht verflochten, ohne enge Verbindung, Strab. 2 p. 115.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίπλεκτος: -ον, ὁ μὴ συνδεδεμένος διὰ σχέσεων πρὸς ἄλλους, μεμονωμένος, διὰ τὸ ἀνεπίπλεκτον Στράβ. 115, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans liaison avec, τινι ; isolé.
Étymologie: ἀ, ἐπιπλέκω.