ἀνδροθνής: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδροθνής''': ῆτος, ὁ, ἡ, ([[θνήσκω]]) [[φονικός]], ἀνδροθνῆτας Ἰλίου φθορὰς (κατὰ Βλωμφίλδ. ἀνδροκμῆτας) Αἰσχύλ. Ἀγ. 814. | |lstext='''ἀνδροθνής''': ῆτος, ὁ, ἡ, ([[θνήσκω]]) [[φονικός]], ἀνδροθνῆτας Ἰλίου φθορὰς (κατὰ Βλωμφίλδ. ἀνδροκμῆτας) Αἰσχύλ. Ἀγ. 814. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[ἀνδροδάϊκτος]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[θνῄσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ,
A murderous, φθοραί A.Ag.814.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροθνής: ῆτος, ὁ, ἡ, (θνήσκω) φονικός, ἀνδροθνῆτας Ἰλίου φθορὰς (κατὰ Βλωμφίλδ. ἀνδροκμῆτας) Αἰσχύλ. Ἀγ. 814.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
c. ἀνδροδάϊκτος.
Étymologie: ἀνήρ, θνῄσκω.