σμίλη: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σμίλη''': [ῑ], ἡ, [[μαχαίριον]] πρὸς γλυφὴν ἢ κλάδευμα, Λατ. scalp…um, Ἀριστοφ. Θεσμ. 779, Πλάτ. Πολ. 353Α, Βαβρ. 98. 13· [[ἐργαλεῖον]] χαρακτικόν, [[ἐργαλεῖον]] γλύπτου, Ἀνθ. Π. 7. 429· χειρουργοῦ [[μαχαίριον]] (πρβλ. [[φλεβοτόμος]]), Λουκ. πρ. Ἀπαίδ. 29, [[Πολυδ]]. Δ΄, 181· [[μαχαίριον]] ὑποδηματοποιοῦ, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 129C· [[μαχαίριον]] ἀμπελουργοῦ ἐν Γεωπ. 5. 35, 1 (ἀλλ’ ἴδε Πλάτ. Πολ. 353Α)· κονδυλομάχαιρον, Ἀνθ. Π. 6. 67, κτλ.· - πρβλ. [[σμῖλα]].
|lstext='''σμίλη''': [ῑ], ἡ, [[μαχαίριον]] πρὸς γλυφὴν ἢ κλάδευμα, Λατ. scalp…um, Ἀριστοφ. Θεσμ. 779, Πλάτ. Πολ. 353Α, Βαβρ. 98. 13· [[ἐργαλεῖον]] χαρακτικόν, [[ἐργαλεῖον]] γλύπτου, Ἀνθ. Π. 7. 429· χειρουργοῦ [[μαχαίριον]] (πρβλ. [[φλεβοτόμος]]), Λουκ. πρ. Ἀπαίδ. 29, [[Πολυδ]]. Δ΄, 181· [[μαχαίριον]] ὑποδηματοποιοῦ, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 129C· [[μαχαίριον]] ἀμπελουργοῦ ἐν Γεωπ. 5. 35, 1 (ἀλλ’ ἴδε Πλάτ. Πολ. 353Α)· κονδυλομάχαιρον, Ἀνθ. Π. 6. 67, κτλ.· - πρβλ. [[σμῖλα]].
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />instrument pour tailler, <i>particul.</i> bistouri <i>ou</i> lancette de chirurgien.<br />'''Étymologie:''' R. Σμα, frotter, gratter ; cf. [[σμάω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῑλη Medium diacritics: σμίλη Low diacritics: σμίλη Capitals: ΣΜΙΛΗ
Transliteration A: smílē Transliteration B: smilē Transliteration C: smili Beta Code: smi/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A knife for cutting or carving, Ar. Th.779, Pl.R.353a, Babr.98.13; graving tool, sculptor's chisel, AP7.429 (Alc.); surgeon's knife or lancet (cf. φλεβοτόμος), Luc.Ind.29, Poll.4.181; shoemaker's knife, Pl.Alc.1.129c, Herod.7.119; vinedresser's pruning-knife, Gp.5.35.1 (but v. Pl. R.353a); penknife, AP6.67 (Jul.), etc.: cf. σμῖλα.

German (Pape)

[Seite 911] ἡ, Messer, Kneif zum Schneiden, Schnitzmesser, Ar. Th. 779, Plat. Rep. I, 333 a; Federmesser, scalper, scalprum, ein Werkzeug der Bildhauer, Wundärzte, Schuster, Alc. Mess. 21 (VII, 429), Phil. Th. 17 (VI, 62), Iul. Aeg. 10 (VI, 67), Ep. ad. 413 (Plan. 15*). Vgl. σμῖλα.

Greek (Liddell-Scott)

σμίλη: [ῑ], ἡ, μαχαίριον πρὸς γλυφὴν ἢ κλάδευμα, Λατ. scalp…um, Ἀριστοφ. Θεσμ. 779, Πλάτ. Πολ. 353Α, Βαβρ. 98. 13· ἐργαλεῖον χαρακτικόν, ἐργαλεῖον γλύπτου, Ἀνθ. Π. 7. 429· χειρουργοῦ μαχαίριον (πρβλ. φλεβοτόμος), Λουκ. πρ. Ἀπαίδ. 29, Πολυδ. Δ΄, 181· μαχαίριον ὑποδηματοποιοῦ, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 129C· μαχαίριον ἀμπελουργοῦ ἐν Γεωπ. 5. 35, 1 (ἀλλ’ ἴδε Πλάτ. Πολ. 353Α)· κονδυλομάχαιρον, Ἀνθ. Π. 6. 67, κτλ.· - πρβλ. σμῖλα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
instrument pour tailler, particul. bistouri ou lancette de chirurgien.
Étymologie: R. Σμα, frotter, gratter ; cf. σμάω.