συνεπιδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπιδίδωμι''': [[παραδίδω]] ὁλοκλήρως ἢ ἑκουσίως, ἑαυτόν τινι ἢ εἴς τι Πολύβ. 32. 10, 5., 21. 10· τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι Διον. Ἁλ. 3. 15. 2) [[προσφέρω]] [[ὁμοῦ]], τὴν χεῖρά τινι Θεμίστ. 90Α. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπιδίδω [[ὁμοῦ]], προάγομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Πλούτ. 2. 448D.
|lstext='''συνεπιδίδωμι''': [[παραδίδω]] ὁλοκλήρως ἢ ἑκουσίως, ἑαυτόν τινι ἢ εἴς τι Πολύβ. 32. 10, 5., 21. 10· τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι Διον. Ἁλ. 3. 15. 2) [[προσφέρω]] [[ὁμοῦ]], τὴν χεῖρά τινι Θεμίστ. 90Α. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπιδίδω [[ὁμοῦ]], προάγομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Πλούτ. 2. 448D.
}}
{{bailly
|btext=croître ensemble <i>ou</i> également.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιδίδωμι]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιδίδωμι Medium diacritics: συνεπιδίδωμι Low diacritics: συνεπιδίδωμι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: synepidídōmi Transliteration B: synepididōmi Transliteration C: synepididomi Beta Code: sunepidi/dwmi

English (LSJ)

   A give up wholly or willingly, ἑαυτόν τινι or εἴς τι Plb.31.24.5, 32.5.10; ἐς πάντα τὰ καλῶς ἔχοντα ἑαυτόν Supp.Epigr.4.601.8 (Teos, ii B.C.), cf. 3.468.16 (Thess., i B.C.); τῇ Κλωθοῖ σεαυτόν M.Ant.4.34; simply, συνεπέδωκε αὐτοσαυτὰν ἁ σύνοδος SIG698.6 (Delph., ii B.C.); τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι D.H.3.15, cf. Inscr.Prien.109.156 (ii B.C.).    2 join in presenting an application, PAmh.2.85.24 (i A.D.), Sammelb.7363.25 (ii A.D.), etc.    3 offer together, τὴν χεῖρά τινι Them.Or.7.90a.    II intr., increase along with or together, Plu.2.448d.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιδίδωμι: παραδίδω ὁλοκλήρως ἢ ἑκουσίως, ἑαυτόν τινι ἢ εἴς τι Πολύβ. 32. 10, 5., 21. 10· τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι Διον. Ἁλ. 3. 15. 2) προσφέρω ὁμοῦ, τὴν χεῖρά τινι Θεμίστ. 90Α. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπιδίδω ὁμοῦ, προάγομαι ὁμοῦ μετά τινος, Πλούτ. 2. 448D.

French (Bailly abrégé)

croître ensemble ou également.
Étymologie: σύν, ἐπιδίδωμι.