ἀπαλοάω: Difference between revisions

From LSJ
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπᾰλοάω''': ποιητ. -οιάω: μέλλ. -ήσω, [[ἁλωνίζω]], [[σῖτος]] ἀπηλοημένος, «ἁλωνισμένον σιτάρι», Δημ. 1042. 22. 2) μεταφ. [[θραύω]], [[συντρίβω]], ἄχρις ἀπηλοίησεν Ἰλ. Δ. 522· ἐν γένει σημαίνει, κατασυντρίβω, [[καταστρέφω]], Νόνν. Δ. 9. 320.
|lstext='''ἀπᾰλοάω''': ποιητ. -οιάω: μέλλ. -ήσω, [[ἁλωνίζω]], [[σῖτος]] ἀπηλοημένος, «ἁλωνισμένον σιτάρι», Δημ. 1042. 22. 2) μεταφ. [[θραύω]], [[συντρίβω]], ἄχρις ἀπηλοίησεν Ἰλ. Δ. 522· ἐν γένει σημαίνει, κατασυντρίβω, [[καταστρέφω]], Νόνν. Δ. 9. 320.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> ἀπαλοιάω;<br />battre le blé ; battre, broyer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀλοάω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰλοάω Medium diacritics: ἀπαλοάω Low diacritics: απαλοάω Capitals: ΑΠΑΛΟΑΩ
Transliteration A: apaloáō Transliteration B: apaloaō Transliteration C: apaloao Beta Code: a)paloa/w

English (LSJ)

poet. ἀπαλλοτρι-οιάω,

   A thresh out, σῖτος ἀπηλοημένος D.42.6.    2 metaph., bruise, crush, Il.4.522; generally, destroy, Nonn.D.9.320.

German (Pape)

[Seite 277] p. ἀπαλοιάω, eigtl. ausdreschen, σῖτος ἀπηλοημένος Dem. 42, 5; Theophr.; zerdreschen, zerprügeln, ὀστέα ἀπηλοίησεν Il. 4, 522.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰλοάω: ποιητ. -οιάω: μέλλ. -ήσω, ἁλωνίζω, σῖτος ἀπηλοημένος, «ἁλωνισμένον σιτάρι», Δημ. 1042. 22. 2) μεταφ. θραύω, συντρίβω, ἄχρις ἀπηλοίησεν Ἰλ. Δ. 522· ἐν γένει σημαίνει, κατασυντρίβω, καταστρέφω, Νόνν. Δ. 9. 320.

French (Bailly abrégé)

épq. ἀπαλοιάω;
battre le blé ; battre, broyer.
Étymologie: ἀπό, ἀλοάω.