ἀπαρρησίαστος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαρρησίαστος''': -ον, ὁ ἐστερημένος παρρησίας, ἐλευθερίας λόγου, [[πολιτεία]] Πολύβ. 23. 12, 2, πρβλ. Λουκ. π. Διαβολ. 9. ΙΙ. ὁ μὴ [[μετὰ]] παρρησίας ὁμιλῶν, Κικ. π. Ἀττ. 9. 2: - Ἐπίρρ. ἀπαρρησιάστως εὐλαβεῖσθαι Φίλων 1. 477.
|lstext='''ἀπαρρησίαστος''': -ον, ὁ ἐστερημένος παρρησίας, ἐλευθερίας λόγου, [[πολιτεία]] Πολύβ. 23. 12, 2, πρβλ. Λουκ. π. Διαβολ. 9. ΙΙ. ὁ μὴ [[μετὰ]] παρρησίας ὁμιλῶν, Κικ. π. Ἀττ. 9. 2: - Ἐπίρρ. ἀπαρρησιάστως εὐλαβεῖσθαι Φίλων 1. 477.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne parle pas librement <i>ou</i> franchement.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[παρρησιάζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρρησίαστος Medium diacritics: ἀπαρρησίαστος Low diacritics: απαρρησίαστος Capitals: ΑΠΑΡΡΗΣΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: aparrēsíastos Transliteration B: aparrēsiastos Transliteration C: aparrisiastos Beta Code: a)parrhsi/astos

English (LSJ)

ον,

   A deprived of freedom of speech, Thphr.Fr.103; πολιτεία Plb.22.12.2; having no right of speech, Cic.Att.9.2.2; not frank, Phld.Herc.1457.12, Id.Rh.2.158S.    II not speaking freely, J.BJ4.5.4, Plu.2.51c, al., Luc.Cal.9. Adv. -τως, εὐλαβεῖσθαι Ph.1.477.    b not acting freely, of reptiles, Herm. ap. Stob.1.49.69.    III Pass., not freely spoken of, Ph.2.428.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρρησίαστος: -ον, ὁ ἐστερημένος παρρησίας, ἐλευθερίας λόγου, πολιτεία Πολύβ. 23. 12, 2, πρβλ. Λουκ. π. Διαβολ. 9. ΙΙ. ὁ μὴ μετὰ παρρησίας ὁμιλῶν, Κικ. π. Ἀττ. 9. 2: - Ἐπίρρ. ἀπαρρησιάστως εὐλαβεῖσθαι Φίλων 1. 477.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne parle pas librement ou franchement.
Étymologie: ἀ, παρρησιάζομαι.