ποσθία: Difference between revisions

From LSJ

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποσθία''': ἡ, οἴδησίς τις τοπικὴ τοῦ βλεφάρου, ἄλλως [[κριθή]], κοινῶς «κριθαράκι», πρὸς τὰς ἐπὶ τῶν βλεφάρων κριθάς, ἃς ποσθίας καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σ. 436, 457.
|lstext='''ποσθία''': ἡ, οἴδησίς τις τοπικὴ τοῦ βλεφάρου, ἄλλως [[κριθή]], κοινῶς «κριθαράκι», πρὸς τὰς ἐπὶ τῶν βλεφάρων κριθάς, ἃς ποσθίας καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σ. 436, 457.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />membre viril, <i>particul.</i> le prépuce, le gland.<br />'''Étymologie:''' [[πόσθη]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποσθία Medium diacritics: ποσθία Low diacritics: ποσθία Capitals: ΠΟΣΘΙΑ
Transliteration A: posthía Transliteration B: posthia Transliteration C: posthia Beta Code: posqi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A foreskin, Ph.2.211.    II stye on the eyelid, Gal.12.741, Aët.7.84.

German (Pape)

[Seite 687] ἡ, das Gerstenkorn am Augenlide, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ποσθία: ἡ, οἴδησίς τις τοπικὴ τοῦ βλεφάρου, ἄλλως κριθή, κοινῶς «κριθαράκι», πρὸς τὰς ἐπὶ τῶν βλεφάρων κριθάς, ἃς ποσθίας καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σ. 436, 457.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
membre viril, particul. le prépuce, le gland.
Étymologie: πόσθη.