νοσφισμός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοσφισμός''': ὁ, τὸ ἀποχωρίζειν ἀποχωρισμός, Μοσχόπ. π. σχεδ. σ. 92. 2) [[ἰδιοποίησις]], [[κλοπή]], Πολύβ. 32. 21, 8· [[σφετερισμός]], Πλούτ. 2. 843F.
|lstext='''νοσφισμός''': ὁ, τὸ ἀποχωρίζειν ἀποχωρισμός, Μοσχόπ. π. σχεδ. σ. 92. 2) [[ἰδιοποίησις]], [[κλοπή]], Πολύβ. 32. 21, 8· [[σφετερισμός]], Πλούτ. 2. 843F.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />usurpation, vol ; <i>particul.</i> concussion, péculat.<br />'''Étymologie:''' [[νοσφίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσφισμός Medium diacritics: νοσφισμός Low diacritics: νοσφισμός Capitals: ΝΟΣΦΙΣΜΟΣ
Transliteration A: nosphismós Transliteration B: nosphismos Transliteration C: nosfismos Beta Code: nosfismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A absence, ἤλγει τὸν ν. τῆς ὠμότητος J.BJ5.10.4.    II appropriating, stealing, Plb.32.5.8 ; peculation, Ph.2.336, Plu.2.843f : pl., Vett.Val.40.29.

Greek (Liddell-Scott)

νοσφισμός: ὁ, τὸ ἀποχωρίζειν ἀποχωρισμός, Μοσχόπ. π. σχεδ. σ. 92. 2) ἰδιοποίησις, κλοπή, Πολύβ. 32. 21, 8· σφετερισμός, Πλούτ. 2. 843F.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
usurpation, vol ; particul. concussion, péculat.
Étymologie: νοσφίζω.