γραώδης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γραώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = γραϊκός, Στράβων 16, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 23, Α’ Ἐπ. Τιμ. δ’, 7.
|lstext='''γραώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = γραϊκός, Στράβων 16, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 23, Α’ Ἐπ. Τιμ. δ’, 7.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />de vieille femme.<br />'''Étymologie:''' [[γραῦς]], -ωδης.
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρᾱώδης Medium diacritics: γραώδης Low diacritics: γραώδης Capitals: ΓΡΑΩΔΗΣ
Transliteration A: graṓdēs Transliteration B: graōdēs Transliteration C: graodis Beta Code: graw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = γραϊκός, ἀδολεσχία Chrysipp.Stoic.2.255; μυθολογία Str.1.2.3; μυθάριον Cleom.2.1, cf. Iamb.VP23, 105, 1 Ep.Ti.4.7: Comp. -έστερος Gal.5.315.

German (Pape)

[Seite 506] ες, = γραϊκός, Strab. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γραώδης: -ες, (εἶδος) = γραϊκός, Στράβων 16, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 23, Α’ Ἐπ. Τιμ. δ’, 7.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de vieille femme.
Étymologie: γραῦς, -ωδης.