γραώδης: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γραώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = γραϊκός, Στράβων 16, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 23, Α’ Ἐπ. Τιμ. δ’, 7. | |lstext='''γραώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = γραϊκός, Στράβων 16, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 23, Α’ Ἐπ. Τιμ. δ’, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />de vieille femme.<br />'''Étymologie:''' [[γραῦς]], -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A = γραϊκός, ἀδολεσχία Chrysipp.Stoic.2.255; μυθολογία Str.1.2.3; μυθάριον Cleom.2.1, cf. Iamb.VP23, 105, 1 Ep.Ti.4.7: Comp. -έστερος Gal.5.315.
German (Pape)
[Seite 506] ες, = γραϊκός, Strab. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γραώδης: -ες, (εἶδος) = γραϊκός, Στράβων 16, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 23, Α’ Ἐπ. Τιμ. δ’, 7.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de vieille femme.
Étymologie: γραῦς, -ωδης.