ἐκμηρύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκμηρύομαι''': ἀποθ., [[ἐκτυλίσσω]], [[ἐξάγω]] ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ἐπὶ στρατοῦ, ἕως ὅλῃ τῇ νυκτὶ [[ταῦτα]] [[μόλις]] ἐξεμηρύσατο τῆς χαράδρας Πολύβ. 3. 53, 5· διὰ στενῆς θυρίδος... ἐκμηρυόμενος αὑτὸν καὶ [[παιδία]] καὶ γυναῖκα Πλουτ. Αἰμιλ. 26. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ στρατοῦ, ἐξελίττομαι, ἐπεκτείνομαι, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 22, Πολύβ. 3. 51, 2.
|lstext='''ἐκμηρύομαι''': ἀποθ., [[ἐκτυλίσσω]], [[ἐξάγω]] ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ἐπὶ στρατοῦ, ἕως ὅλῃ τῇ νυκτὶ [[ταῦτα]] [[μόλις]] ἐξεμηρύσατο τῆς χαράδρας Πολύβ. 3. 53, 5· διὰ στενῆς θυρίδος... ἐκμηρυόμενος αὑτὸν καὶ [[παιδία]] καὶ γυναῖκα Πλουτ. Αἰμιλ. 26. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ στρατοῦ, ἐξελίττομαι, ἐπεκτείνομαι, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 22, Πολύβ. 3. 51, 2.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> dégager en faisant défiler : αὑτὸν διὰ στενῆς θυρίδος PLUT se glisser par une petite porte étroite;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> défiler, se sauver en défilant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[μηρύω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμηρύομαι Medium diacritics: ἐκμηρύομαι Low diacritics: εκμηρύομαι Capitals: ΕΚΜΗΡΥΟΜΑΙ
Transliteration A: ekmērýomai Transliteration B: ekmēryomai Transliteration C: ekmiryomai Beta Code: e)kmhru/omai

English (LSJ)

   A wind off like a ball of thread, Jul.Gal.135c ; of an army, make it defile out, τὴν δύναμιν ἐκ τῶν δυσχωριῶν Plb.Fr.132 ; διὰ στενῆς θυρίδος.. ἐκμηρυόμενος αὑτόν Plu.Aem.26.    II intr., of the army, defile, X.An.6.5.22 ; τῆς χαράδρας Plb.3.53.5 (but τὰς δυσχωρίας ib.51.2).    III metaph., evolve itself, develop, Dam.Pr. 65, cf. eund. ap. Simp.in Ph.780.30.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμηρύομαι: ἀποθ., ἐκτυλίσσω, ἐξάγω ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ἐπὶ στρατοῦ, ἕως ὅλῃ τῇ νυκτὶ ταῦτα μόλις ἐξεμηρύσατο τῆς χαράδρας Πολύβ. 3. 53, 5· διὰ στενῆς θυρίδος... ἐκμηρυόμενος αὑτὸν καὶ παιδία καὶ γυναῖκα Πλουτ. Αἰμιλ. 26. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ στρατοῦ, ἐξελίττομαι, ἐπεκτείνομαι, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 22, Πολύβ. 3. 51, 2.

French (Bailly abrégé)

1 dégager en faisant défiler : αὑτὸν διὰ στενῆς θυρίδος PLUT se glisser par une petite porte étroite;
2 intr. défiler, se sauver en défilant.
Étymologie: ἐκ, μηρύω.