ἔξυπνος: Difference between revisions
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔξυπνος''': -ον, ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγηγερμένος, [[ἔξυπνος]], «ξυπνητός», ὡς καὶ νῦν, ἔξ. γενέσθαι Πράξ. Ἀποστ. ιϛʹ, 27˙ παρὰ Μ. Ἀντων. 10. 13, ἐξ ὕπνου γενέσθαι. | |lstext='''ἔξυπνος''': -ον, ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγηγερμένος, [[ἔξυπνος]], «ξυπνητός», ὡς καὶ νῦν, ἔξ. γενέσθαι Πράξ. Ἀποστ. ιϛʹ, 27˙ παρὰ Μ. Ἀντων. 10. 13, ἐξ ὕπνου γενέσθαι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />réveillé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὕπνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A awakened out of sleep, ἔ. γενέσθαι LXX 1 Es.3.3, Act.Ap.16.27, J.AJ11.3.2, Zos.Alch.p.118 B. Adv. -νως PGiss.1.19.4 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 890] aufgeweckt, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξυπνος: -ον, ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγηγερμένος, ἔξυπνος, «ξυπνητός», ὡς καὶ νῦν, ἔξ. γενέσθαι Πράξ. Ἀποστ. ιϛʹ, 27˙ παρὰ Μ. Ἀντων. 10. 13, ἐξ ὕπνου γενέσθαι.