Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔρα: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott

Menander, Monostichoi, 242
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔρα''': ἡ τὸ Λατ. terra, γῆ, μόνον παρὰ Γραμμ.: [[ἐντεῦθεν]] Ἐπίρρ. ἔραζε, εἰς τὴν γῆν, ἐπὶ τῆς γῆς, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε Ὀδ. Ο. 527· ἀπό δ’ εἴδατα χεῦεν ἔρ. Χ. 85, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419. 471· οὕτω, νιφάδες δ’ ὥς πῖπτον ἔρ. Ἰλ. Μ. 156· οὑμὸς δὲ [[πότμος]]… κυρῶν ἄνω ἔρ. πίπτει Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· βραβύλοισι καταβρίθοντες [[ἔρασδε]] Θεόκρ. 7. 146· ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, θάλλειν Μόσχ. 2. 66.
|lstext='''ἔρα''': ἡ τὸ Λατ. terra, γῆ, μόνον παρὰ Γραμμ.: [[ἐντεῦθεν]] Ἐπίρρ. ἔραζε, εἰς τὴν γῆν, ἐπὶ τῆς γῆς, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε Ὀδ. Ο. 527· ἀπό δ’ εἴδατα χεῦεν ἔρ. Χ. 85, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419. 471· οὕτω, νιφάδες δ’ ὥς πῖπτον ἔρ. Ἰλ. Μ. 156· οὑμὸς δὲ [[πότμος]]… κυρῶν ἄνω ἔρ. πίπτει Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· βραβύλοισι καταβρίθοντες [[ἔρασδε]] Θεόκρ. 7. 146· ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, θάλλειν Μόσχ. 2. 66.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />terre.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>all.</i> Erde.
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρα Medium diacritics: ἔρα Low diacritics: έρα Capitals: ΕΡΑ
Transliteration A: éra Transliteration B: era Transliteration C: era Beta Code: e)/ra

English (LSJ)

ἡ,

   A earth, Erot.s.v. ἕρπει, Sch.Il.Oxy.221x28, EM369.24 Hsch. (also expld. as, = κοιλία), cf. Str.16.4.27:—Adv. ἔραζε, Dor. ἔρασδε, to earth, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε Od.15.527 ; ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔ. 22.85, cf. Hes.Op.421,473 ; so νιφάδες δ' ὡς πῖπτον ἔ. Il.12.156 ; οὑμὸς δὲ πότμος..κυρῶν ἄνω ἔ. πίπτει A.Fr.159 ; ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔρασδε Theoc.7.146 ; on the ground, θάλλειν Mosch.2.66.

German (Pape)

[Seite 1016] terra, Erde, als Stammform von dem Folgenden, vgl. Schol. Il. 1, 4, von ἔνεροι, wenigstens bei den Alten, u. von ἔρημοι u. ä. angenommen.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρα: ἡ τὸ Λατ. terra, γῆ, μόνον παρὰ Γραμμ.: ἐντεῦθεν Ἐπίρρ. ἔραζε, εἰς τὴν γῆν, ἐπὶ τῆς γῆς, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε Ὀδ. Ο. 527· ἀπό δ’ εἴδατα χεῦεν ἔρ. Χ. 85, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419. 471· οὕτω, νιφάδες δ’ ὥς πῖπτον ἔρ. Ἰλ. Μ. 156· οὑμὸς δὲ πότμος… κυρῶν ἄνω ἔρ. πίπτει Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔρασδε Θεόκρ. 7. 146· ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, θάλλειν Μόσχ. 2. 66.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
terre.
Étymologie: DELG cf. all. Erde.