ἐγκαθεύδω: Difference between revisions

From LSJ

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκαθεύδω''': μέλλ. -ευδήσω, κοιμῶμαι [[μεταξύ]], ἐγκαθεύδειν δὲ ψυχρότεραι οἶες αἰγῶν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 3 (ὁ Schneid συγκ-). 2) ἐν γένει κοιμῶμαι, Ἀριστοφ. Λυσ. 614.
|lstext='''ἐγκαθεύδω''': μέλλ. -ευδήσω, κοιμῶμαι [[μεταξύ]], ἐγκαθεύδειν δὲ ψυχρότεραι οἶες αἰγῶν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 3 (ὁ Schneid συγκ-). 2) ἐν γένει κοιμῶμαι, Ἀριστοφ. Λυσ. 614.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐγκαθευδήσω;<br />dormir dans, sur <i>ou</i> parmi, ἔν τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καθεύδω]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαθεύδω Medium diacritics: ἐγκαθεύδω Low diacritics: εγκαθεύδω Capitals: ΕΓΚΑΘΕΥΔΩ
Transliteration A: enkatheúdō Transliteration B: enkatheudō Transliteration C: egkatheydo Beta Code: e)gkaqeu/dw

English (LSJ)

fut. -ευδήσω,

   A sleep among, Arist.HA610b31; sleep upon, ποδήρη ὦτα ὡς ἐγκαθεύδειν Str. 15.1.57; στιβάδα ἐγκαθεύδειν τινὶ παρασκευάσαι Ael.NA6.42.    2 generally, lie abed, Ar.Lys.614.    3 sleep in a temple to effect a cure, IG4.951.25 (Epid.), 7.235 (Orop.), etc.

German (Pape)

[Seite 703] (s. εὕδω), darin, darauf schlafen; τάπησι Anacr. 35, 1; Arist. H. A. 9, 3 u. Sp.; dabei schlafen, Ar. Lys. 614.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, κοιμῶμαι μεταξύ, ἐγκαθεύδειν δὲ ψυχρότεραι οἶες αἰγῶν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 3 (ὁ Schneid συγκ-). 2) ἐν γένει κοιμῶμαι, Ἀριστοφ. Λυσ. 614.

French (Bailly abrégé)

f. ἐγκαθευδήσω;
dormir dans, sur ou parmi, ἔν τινι.
Étymologie: ἐν, καθεύδω.